Θα προτιμούσα σήμερα να γράψω για τους αθλητικούς
καημούς μου της εβδομάδας που πέρασε. Για την ήττα του Φέντερερ, που φαινόταν
να είναι στην καλύτερή του κατάσταση τα τελευταία χρόνια, από τον Τζόκοβιτς –
τι θα γίνει με εκείνο το 18ο, ρε συ Ρότζερ, θα το σηκώσεις ποτέ ή
τζάμπα ξενυχτάμε; Για την ήττα της εθνικής στο μπάσκετ από την Ισπανία – ακόμα
είμαι στενοχωρημένος γι’ αυτό, δεν γίνεται να χαθεί αυτό το παιχνίδι με βάση
την φετινή δυναμικότητα των ομάδων, δεν έχω δει ποτέ χειρότερο κοουτσάρισμα της
εθνικής, μεγάλο κρίμα. Και για το παιχνίδι του Ολυμπιακού με την Μπάγερν, όχι
βέβαια για την ήττα του Ολυμπιακού, αλλά επειδή δεν κατάφερα να δω πάνω από 5
συνεχόμενα λεπτά. Τι να δω; Μια ελληνική ομάδα με έναν μόλις Έλληνα παίκτη από τους
έντεκα και με εντελώς άγνωστους αρκετούς από τους ξένους, η οποία παίζει και
μάπα ποδόσφαιρο, που σε κοιμίζει; Υπήρχαν πολύ καλύτερα παιχνίδια σε άλλα
κανάλια. Έχω προ πολλού διακόψει τις σχέσεις μου με το ελληνικό ποδόσφαιρο,
αλλά πίστευα πως ένα ματς του Ολυμπιακού τουλάχιστον θα άντεχα να το δω. Δεν
άντεξα.
Όμως είχα γράψει τις προηγούμενες μέρες
πως σήμερα θα μιλήσουμε για το τι φταίει, για την κατάντια μας ως χώρα, για όσα
ζούμε και για τους πολιτικούς και τα κόμματα που έχουμε – τα σχολίασα ένα προς ένα
σε προηγούμενα posts.
Φοβάμαι πως η απάντηση στο τι φταίει
είναι πολύ απλή. Φταίμε εμείς. Οι πολιτικοί μας, από το 1974 μέχρι σήμερα,
εκλέγονται, δεν παίρνουν με την βία την εξουσία. Εμείς τους στέλνουμε στην
βουλή. Κανείς δεν πρέπει να τους βρίζει – αν θες να βρίσεις, βρίσε τον εαυτό
σου, την οικογένειά σου, τον διπλανό σου. Ο πολιτικός αν δεν εκλεγεί πηγαίνει
στο σπίτι του, εσύ του δίνεις εντολή να σε εκπροσωπήσει. Φταίμε εμείς, λοιπόν.
Φταίει το γεγονός ότι ο «σοφός λαός» τον οποίο όλοι οι πολιτικοί επικαλούνται
είναι ένας λαός που αποτελείται από ανθρώπους βαθιά αντικοινωνικούς. Με αυτό
δεν εννοώ ότι δεν είμαστε αρκετά κοινωνικοί ώστε να βγούμε να διασκεδάσουμε, να
κάνουμε παρέες και να πιούμε κι ένα κρασί γύρω από τραπέζια με πεντανόστιμα
φαγητά. Ίσα-ίσα, σε αυτά είμαστε πρώτοι – και καλά κάνουμε, γιατί είναι όμορφα
πράγματα. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι είμαστε βαθιά αντικοινωνικοί (η πλειοψηφία
εννοώ) με την έννοια ότι δεν δίνουμε δεκάρα για την κοινωνία γύρω μας. Οι άλλοι
άνθρωποι για τον Έλληνα δεν υπάρχουν. Μπορούμε να κάνουμε εμείς την προσωπική μας
δουλίτσα, κι ας καεί γύρω μας το σύμπαν; Ε, θα την κάνουμε. Πριν από καμιά
δεκαριά χρόνια, τότε που ήταν ακόμα οι ρουσφετολογικοί διορισμοί στα ντουζένια τους,
σε συζητήσεις με φίλους τους είχα ρωτήσει: «αν ο μέσος Έλληνας είχε την ευκαιρία να ικανοποιήσει ένα γερό ρουσφέτι του (διορισμό, τακτοποίηση
οικογενειακής υπόθεσης, αποφυγή ποινής) γνωρίζοντας όμως ότι το αντίτιμο θα
ήταν να καταστραφεί η χώρα, τι πιστεύετε πως θα προτιμούσε;».
Δεν είχα βρει κανέναν που να πίστευε ότι
η απόφαση του μέσου Έλληνα θα ήταν να μην καταστραφεί η χώρα.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει η έννοια του «κοινού
καλού», ούτε καν με την έννοια του καλού για την πλειοψηφία (επειδή κάποιος
μπορεί να πει ότι δεν υπάρχει τίποτα που να είναι καλό για όλους). Υπάρχει η
έννοια του ατομικού καλού. Το ατομικό καλό που κυνηγούσε ο κάθε Έλληνας οδήγησε
στο να εκλέγονται επί τόσα χρόνια οι συγκεκριμένοι πολιτικοί, της συγκεκριμένης
ποιότητας που είχαμε (οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα). Διότι αν αυτός που
ψηφίζεις είναι κάποιος που θαυμάζεις, κάποιος που τον έχεις ψηλά στην εκτίμησή
σου, δεν θα τολμήσεις καν να πας να του ζητήσεις το ρουσφέτι. Ενώ αν αυτόν που
ψηφίζεις τον θεωρείς «του χεριού σου», ότι κρέμεται από σένα και την ψήφο σου
επειδή είναι λιμασμένος για εξουσία, τότε θα πας. Θα γίνει η δουλίτσα σου και
μετά ας καεί το σύμπαν.
Ε, το σύμπαν κάηκε. Και τώρα θα ζήσουμε
με αυτό. Κι όσο δεν καταλαβαίνουμε ποιος φταίει, αλλά βρίζουμε τους πολιτικούς
για να μην κοιτάξουμε στον καθρέφτη, θα συνεχίζει το σύμπαν να καίγεται. Ο Κώστας
Βάρναλης μας περιέγραψε καταπληκτικά, 93 χρόνια νωρίτερα, στους «Μοιραίους» του:
Μες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλη η παρέα πίναμε εψές
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
Φταίει πρωτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; Ποιος φταίει; Κανένα στόμα
δεν το’ βρε και δεν το’ πε ακόμα.
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί·
σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Ή, διαφορετικά, όπως είχα γράψει εδώ:
Νομίζω
πως οι πιο ταιριαστοί στίχοι για την χώρα μας, οι στίχοι που θα τραγουδούσε η
χώρα προς τους πολίτες της για τις επιλογές τους εδώ και δεκαετίες, είναι ενός
υπέροχου ξένου τραγουδιού, του Happy
Ending,
από τον Mika:
https://www.youtube.com/watch?v=pxA26LGI2Mc
“Τhis is the
hardest story that I’ve ever told
This is the way you left me, I’m not pretending
No hope, no love, no glory
No happy ending”.
(Αυτή είναι η
πιο δύσκολη ιστορία που διηγήθηκα ποτέ
Αυτή είναι η
κατάσταση στην οποία με άφησες, δεν υποκρίνομαι
Χωρίς ελπίδα,
χωρίς αγάπη, χωρίς δόξα
Χωρίς χαρούμενο
τέλος).
θα συμφωνήσω σε όλα (παραδόξως) ακόμα και στα αθλητικά. (συμπαθω Φέντερερ γιατι κάνει ακόμα back hand με το ένα χέρι). Στα πολιτικά θα προσθέσω στην ξεφτίλα του εκλογικού μας σώματος τα ποσοστά της χρυσής αυγής. Σε μια χώρα που γέννησε την δημοκρατία και πέρασε τα πάνδινα στην κατοχή από τους φασίστες. Μια είναι η λέξη που μου έρχεται στο μυαλό. ΝΤΡΟΠΗ.... Α.Μ
ReplyDelete