Η Ελλάδα είναι μια παραμυθένια χώρα. Μια
χώρα που ο χρόνος δεν την αγγίζει, που τα πάντα συμβαίνουν και
ξανασυμβαίνουν με ελάχιστες διαφορές και θα συνεχίσουν έτσι εις τον
αιώνα τον άπαντα. Δύο πρόσφατα παραδείγματα το αποδεικνύουν.
Διάβασα πρόσφατα στις ιντερνετικές ειδήσεις και άκουσα στην τηλεόραση
τα αθλητικά ρεπορτάζ από τον αγώνα μπάσκετ του ΠΑΟΚ με τον Άρη. Στη
μεγάλη πλειοψηφία τους, τα ρεπορτάζ δεν παρέλειπαν να αναφέρουν ότι,
παρά τη νίκη του ΠΑΟΚ, «ο μεγάλος χαμένος του αγώνα ήταν το ελληνικό
μπάσκετ», λόγω των εκτεταμένων επεισοδίων (κροτίδα στον πάγκο του Άρη,
σαράντα λεπτά διακοπή του αγώνα). Παρόμοια ρεπορτάζ διαβάζουμε μετά από
κάθε αγώνα μπάσκετ Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού, όπου όλοι περιμένουμε να
δούμε ως πού θα φθάσουν τα επεισόδια εκείνης της βραδιάς και αν θα είναι
χειρότερα από τα επεισόδια της προηγούμενης. Θυμίζω ότι πέρυσι ένας
παίκτης του Ολυμπιακού έφαγε φωτοβολίδα στην πλάτη στον τελικό του
κυπέλλου.Διάβασα λοιπόν την είδηση και αναρωτήθηκα πόσων χρονών είμαι. Δεν το αναρωτήθηκα επειδή τα έχω χαμένα, παρόλο που όσοι με ξέρουν είμαι βέβαιος πως αυτήν την ερμηνεία θα έδιναν στο πρόβλημά μου. Το αναρωτήθηκα επειδή θυμάμαι πολύ καλά τον εαυτό μου, παιδί ακόμα, να βλέπει φοβερά επεισόδια σε αγώνες και να διαβάζει μετά στις εφημερίδες – τότε δεν είχαμε Ίντερνετ – πως «μπορεί να κέρδισε τον αγώνα η Χ ομάδα, αλλά ο μεγάλος χαμένος ήταν το άθλημα».
Αν ακούσει κανείς τους αγαπημένους μας πολιτικούς, θα πιστέψει ότι οι λόγοι που συνεχίζονται τα επεισόδια στα γήπεδα είναι πολύπλοκοι – θα ξεκινήσουν από μια κοινωνικοπολιτική ανάλυση με λίγες δόσεις ψυχολογίας, θα τα ρίξουν στις διεφθαρμένες ομοσπονδίες και στους παράγοντες, θα υποσχεθούν στο τέλος πως θα δώσουν όλες τους τις δυνάμεις για την επίλυση του προβλήματος. Το πρόβλημα, βέβαια, αν ξεπεράσει κανείς τις μπουρδολογίες, λύνεται με μια κίνηση. Μία, μόνο. Αρκεί. Η κίνηση είναι: όσοι συλλαμβάνονται και καταδικάζονται για επεισόδια, να θεωρούνται ανίκανοι να συμμετέχουν στον πολιτικό βίο της χώρας, κι έτσι να μην έχουν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (π.χ. δέκα χρόνια) δικαίωμα ψήφου. Αυτό, αυτομάτως θα κατέστρεφε τον λόγο για τον οποίο οι πολιτικοί δεν κάνουν τίποτα για να λύσουν το πρόβλημα – θα τους έκοβε αυτό το κομμάτι της εκλογικής πελατείας. Κι αφού δεν θα είχαν λόγο να «χαϊδεύουν αυτιά», θα το έλυναν.
Το δεύτερο παράδειγμα είναι ακόμα καλύτερο. Σε προχθεσινές της δηλώσεις η υφυπουργός Υγείας Ζέτα Μακρή διαβεβαίωσε ότι η αντικαπνιστική νομοθεσία θα εφαρμοστεί. Ακριβώς ότι δήλωνε και πριν τριάμισι χρόνια η τότε υπουργός Υγείας Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου: «Τη βεβαιότητα ότι ο αντικαπνιστικός Νόμος θα εφαρμοστεί χωρίς εξαιρέσεις, εξέφρασε την Παρασκευή η υπουργός Υγείας», έγραφαν τα ρεπορτάζ στις 27 Αυγούστου του 2010! Παρεμπιπτόντως, είμαστε η νούμερο ένα χώρα της Ευρώπης στο κάπνισμα. Μια χώρα όπου το 15% των εφήβων 13-15 ετών καπνίζουν συστηματικά, όπου η μέση ηλικία έναρξης του καπνίσματος είναι τα 12 χρόνια και υπάρχουν παιδιά που ξεκινούν το κάπνισμα σε ηλικία 7 ετών (συγχαρητήρια στους γονείς τους). Ήμουν πρόσφατα σε ένα γραφείο δημόσιας υπηρεσίας, και είδα τον υπάλληλο να καπνίζει. Ευτυχώς, σε αντίθεση με άλλην υπάλληλο που πριν από χρόνια, όταν είχα πάει να πάρω ένα χαρτί από το γραφείο της ξεφυσούσε όλο τον καπνό της στη μούρη μου, ο συγκεκριμένος υπάλληλος δεν με έβαλε στόχο. Απλώς ντουμάνιαζε το γραφείο του. Όμως μην έχετε αμφιβολία. Ο αντικαπνιστικός νόμος θα εφαρμοστεί – γι’ αυτό ήταν βέβαιη και η βασίλισσα Αμαλία. Τι εννοείτε «ποια Αμαλία;». Η σύζυγος του Όθωνα. Που υπέγραψε «εν ονόματι του βασιλέως» το βασιλικό διάταγμα για την εφαρμογή του πρώτου αντικαπνιστικού νόμου στην Ελλάδα. Πότε; Το 1856. Μόλις πριν εκατόν πενήντα οκτώ χρόνια.
Παραμυθένια χώρα, σας λέω. Μόνο που αντί να ζει μέσα σε ένα παραμύθι, πουλάει παραμύθι στον εαυτό της.