Αυτά είναι τα 2 πρώτα κεφάλαια (πρόλογος και 1ο κεφάλαιο) της συνέχειας του "Καιρός για Ήρωες". Προσωρινός τίτλος υπάρχει για αυτό το 2ο μυθιστόρημα της τριλογίας, αλλά επειδή μπορεί να αλλάξει δεν τον αναφέρω προς το παρόν. Ελπίζω να σας αρέσουν - καλή ανάγνωση.
---------------------------------------------------------------
Ηλίθια.
Ηλίθια ήταν, το ήξερε, δεν χρειαζόταν να το αποδείξει άλλη μια φορά στον εαυτό
της. Αλλά να που το αποδείκνυε. Δεν της έφτανε η αγωνία της, το αίμα που
χτυπούσε σαν τρελό στις φλέβες του λαιμού της, τα ακροβατικά σάλτα που έκανε η
καρδιά της σε κάθε βήμα προς την εξώπορτα, σαν να’ θελε να της θυμίσει ότι ποτέ
μέχρι τότε δεν είχε τολμήσει να κάνει κάτι σπουδαίο. Πως ίσως να μην είχε τα
κότσια, να μην ήταν γεννημένη για κάτι ξεχωριστό. Αυτό δεν της είχαν πει τόσες
φορές οι γονείς της, όχι μόνο με τα λόγια αλλά και με εκείνες τις φοβερές
αποδοκιμαστικές σιωπές τους;
Δεν
της έφταναν όλα αυτά, την έπιασαν και οι συναισθηματισμοί από πάνω. Μισό βήμα
πριν πιάσει το πόμολο, σταμάτησε. Γύρισε και κοίταξε το σαλόνι. Ναι, θα έφευγε,
αλλά είχε ζήσει εκεί μέσα όλη της τη ζωή. Δεκαέξι χρόνια και βάλε. Προσπάθησε,
έτσι για αποχαιρετισμό, να θυμηθεί όμορφες στιγμές. Και τα κατάφερε. Ήταν
παλιότερες οι στιγμές, ναι, πολύ πριν μπει στην εφηβεία κι αρχίσουν όλα να
πηγαίνουν ανάποδα. Παλιότερες, αλλά υπήρχαν. Κάθε γωνιά και ανάμνηση. Μέχρι και
τον πατέρα της θυμήθηκε να την παίρνει αγκαλιά στον καναπέ, ενώ έπαιζαν
«Μάντεψε ποιος» – εικόνες από την αρχαιότητα και βάλε. Α, και την μάνα της να
βγαίνει μοσχομυρισμένη από το μπάνιο, τυλιγμένη με μια πετσέτα και να φωνάζει
«τώρα, τώρα, δεν αργώ, σε πέντε λεπτά είμαι έτοιμη, Νίκη φέρε μου το πιστολάκι
για τα μαλλιά», και η Νίκη με τον πατέρα της να σκάνε στα γέλια γιατί ήξεραν
πια καλά πως ποτέ δεν θα πήγαιναν πουθενά στην ώρα τους, το είχαν αποδεχτεί.
Θυμήθηκε και την μικρή αδερφή της, τη Μαριάννα, να την κοιτάζει μέσα στα μάτια
όταν η Νίκη προσπαθούσε να της μάθει να διαβάζει. Την θυμήθηκε να της λέει πόσο
της άρεσαν τα μαλλιά μιας ηθοποιού στην τηλεόραση, επειδή ήταν σαν τα μαλλιά
της Νίκης, «σβουρά». «Σγουρά», την είχε διορθώσει η Νίκη. «Ναι, αυτό λέω κι
εγώ, σβουρά», είχε ξαναπεί η Μαριάννα.
Την
Νίκη την πήραν τα κλάματα, και σκέφτηκε πως πραγματικά, αυτό μόνο της έλειπε
εκείνη τη στιγμή, να κάθεται να κλαίει. Ηλίθια, δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Πήγε
να σκουπίσει τα δάκρυα με το μανίκι από το μπουφάν της, αλλά εκείνη τη στιγμή
άκουσε από την κρεβατοκάμαρα των γονιών της τον χαρακτηριστικό τσιγαρόβηχα του
πατέρα της, αυτόν που εννιά φορές στις δέκα τον ανάγκαζε να σηκωθεί από το κρεβάτι
μέχρι να ηρεμήσει. Ένιωσε τον παλιό της φίλο, τον πανικό, να προσπαθεί να την
επισκεφθεί ξανά. Να τρυπώσει μέσα της και να μην φύγει ποτέ.
Όχι.
Όχι σήμερα. Το σήμερα δεν θα άφηνε τίποτα και κανέναν να της το χαλάσει. Έπιασε
το πόμολο, βγήκε με την μικρή βαλίτσα της στο χέρι κι έκλεισε την πόρτα πίσω
της όσο πιο απαλά μπορούσε. Κατέβηκε τα σκαλιά δυο-δυο, ούτε που σκέφτηκε να
πάρει ασανσέρ, δεν ήθελε κανέναν περιττό θόρυβο. Η πολυκατοικία ήταν βυθισμένη
στη σιωπή, όλοι κοιμόντουσαν στις τρεις το πρωί, εκτός ίσως από τους φοιτητές
στον πρώτο όροφο που μπορεί να μην είχαν επιστρέψει ακόμη.
Βγήκε
έξω, νιώθοντας όλο και πιο σίγουρη με κάθε της βήμα. Όπως ακριβώς είχαν
συμφωνήσει, τον είδε να την περιμένει στην γωνία του δρόμου. Εκείνον που την
τρόμαζε τόσο, αλλά δεν μπορούσε να μείνει μακριά του. Σαν την νυχτοπεταλούδα με
τη φωτιά, που έλεγε κι εκείνο το αμερικάνικο τραγούδι. Η φωτιά όμως δεν καίει
μόνο. Ζεσταίνει κιόλας. Η Νίκη είχε ανάγκη την ζεστασιά. Ακόμα και με τον
κίνδυνο να καεί. Καθώς τον πλησίαζε, έκανε κι εκείνος ένα βήμα μπροστά. Το
μακρινό φως ενός στύλου της ΔΕΗ χάιδεψε το κορμί του. Μέσα από το ανοιχτό
δερμάτινο σακάκι του η Νίκη πρόλαβε να δει ένα πιστόλι να γυαλίζει.
1
Την στιγμή που η Βιολόγος
με σηκώνει στον πίνακα για να πω μάθημα – λες και ξέρω τι είναι το γενετικό
υλικό των προκαρυωτικών κυττάρων – εγώ σκέφτομαι πως για όλα φταίνε οι
αμερικάνικες ταινίες.
Εκείνες με τους πρωταγωνιστές
που παλεύουν κόντρα σε θεούς και δαίμονες, ενώ έχουν σχεδόν μηδενικές
πιθανότητες να τα καταφέρουν. Που όσο περνάει η ώρα, οι σχεδόν μηδενικές πιθανότητές
τους γίνονται μηδενικές. Χωρίς το σχεδόν. Κι όμως, ξεπερνώντας τους εαυτούς
τους πρώτα και όλα τα εμπόδια στη συνέχεια, βγαίνουν νικητές απ’ όλες τις
δοκιμασίες, κατατροπώνουν τους εχθρούς, θριαμβεύουν.
Βλέπεις αυτές τις ταινίες
– μία, δύο, τρεις, εκατόν πενήντα τρεις από δαύτες – και καταγράφεται μέσα σου,
στο υποσυνείδητο, η πεποίθηση πως δεν μπορεί, κάπως έτσι θα’ ναι τα πράγματα
και στην κανονική ζωή. Αν περάσεις μεγάλο ζόρι και τελικά τα καταφέρεις, όλα
μετά θα πάνε καλά. Για το κορίτσι σου, για τους φίλους σου, για σένα.
-
Είναι
η δεύτερη συνεχόμενη φορά που αποτυγχάνετε να απαντήσετε στο παραμικρό, κύριε
Δάντη, μου λέει η Λάσκα, σημειώνοντας στο μπλοκάκι της.
«Και που είσαι ακόμα.
Είμαστε μόλις στον Σεπτέμβρη», σκέφτομαι να της πω ως απάντηση σ’ αυτόν τον
βαρύγδουπο τρόπο που έχει για να λέει τα πιο προφανή πράγματα. Τα υπόλοιπα
αγόρια της τάξης, πάντως, της συγχωρούν τα πάντα κάθε φορά που πέφτει η κιμωλία
και σκύβει για να την πιάσει – και για κάποιο λόγο, η κιμωλία πέφτει συχνά. Η
Λάσκα είναι γύρω στα τριάντα πέντε, έχει σέξι φάτσα με ψηλά ζυγωματικά και κάπως
σχιστά πράσινα μάτια, και φοράει πάντα κολλητά ρούχα για να τονίζει το
γυμνασμένο σώμα της. Όλοι οι συμμαθητές μου της έχουν αλλάξει το επίθετο, την
φωνάζουν μεταξύ τους Λόσκο – ένας απλός αναγραμματισμός εξηγεί το γιατί.
-
Έχετε
δίκιο, της απαντάω και κάθομαι δίπλα στον Σταμάτη που με κοιτάζει στραβωμένος.
-
Ανάθεμά
σε, βούι, ζωντανό, μα συ μωρέ κουτουλείς, μου λέει.
-
Τι
έπαθες; τον ρωτάω.
-
Δε
σ’ ορμήνεψα να ρίξεις το σφουγγάρι πριν κατέβεις; μου λέει μέσα από τα δόντια
του και συγκεντρώνεται και πάλι στην Λάσκα.
Πριν από επτά μήνες έζησα
την μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής μου. Με την βοήθεια του κολλητού μου, του
Νικ, σώσαμε την Ρέα, την κοπέλα που λάτρευα για χρόνια χωρίς να τολμάω να της
το πω, από την τοπική μαφία που την ήθελε νεκρή. Επιζήσαμε από δολοφονικές
απόπειρες, βάλαμε κόσμο στη φυλακή και έναν στο χώμα – ο ένας αυτός ήταν θείος
του Σταμάτη, βέβαια, και ο διπλανός μου με απέφευγε τον πρώτο καιρό μετά από
όσα έγιναν. Λίγο καιρό αργότερα, η οικογένειά του πήρε μια σημαντική κληρονομιά
λόγω της απώλειας του θείου, και ο Σταμάτης ξεπέρασε την στενοχώρια του.
Το κουδούνι για διάλειμμα
χτυπάει με κείνο τον πνιχτό θόρυβο που κάνει εδώ και μέρες, από την αρχή της
σχολικής χρονιάς. Κάθε πρωί στην προσευχή ο λυκειάρχης μας υπόσχεται ότι θα το
φτιάξει «πολύ σύντομα». Ο χρόνος είναι μια σχετική έννοια γι’ αυτόν, κάτι όχι
περίεργο αν σκεφτεί κανείς πως μοιάζει ογδοντάρης. Όμως ακόμα κι αυτός ο
πνιχτός ήχος τώρα μου αρκεί, τον νιώθω σαν λύτρωση. Σηκώνομαι και βγαίνω πρώτος,
υπό το έντονο βλέμμα της Λάσκα, που μόλις έχει ξεστομίσει την τελευταία φράση
της από την παράδοση του μαθήματος. Μάλλον έχω ήδη γίνει ο αγαπημένος της
μαθητής. Μάλλον θα περάσουμε όμορφα παρέα στην τρίτη λυκείου. Το σίγουρο είναι
πως δεν με νοιάζει. Όχι μόνο για την Λάσκα. Γενικά. Δεν με νοιάζει.
Προχωράω, σχεδόν τρέχω. Θέλω
να απομακρυνθώ από κάθε γνωστή και άγνωστη φάτσα στο σχολείο. Έχω σκοπό να πάω
στην πίσω αυλή του σχολείου, στον χώρο ανάμεσα στο αυτοσχέδιο γήπεδο
ποδοσφαίρου και στο γυμναστήριο που δεν έχει όργανα γυμναστικής – και αυτά, ο
λυκειάρχης μας υποσχέθηκε πως θα τα φέρει σύντομα. Το είχε υποσχεθεί και
πέρυσι. Και πρόπερσι. Ίσως να μην κάνει τίποτα γιατί αν κάνει, θα νιώσει πως
κάτι συμβαίνει, πως ο χρόνος περνάει. Ίσως να ελπίζει πως η αδράνεια θα τον
βοηθήσει να ζήσει για πάντα.
Εκεί, στο τέλος της σκάλας
που οδηγεί στο γυμναστήριο, συνήθως έχει ησυχία, δεν εμφανίζεται πολύς κόσμος
εκτός από ζευγαράκια που αν δουν ότι υπάρχει κάποιος την κάνουν αμέσως. Σόρι,
ζευγαράκια, σήμερα να βρείτε άλλη γωνιά. Θα αράξω εκεί και θα είμαι μόνος μου.
Δέκα λεπτά σχετικής ηρεμίας. Πώς το έκανε ο Νικ, που κατάφερνε να απομονώνεται
μέσα στο πλήθος, όταν ήταν ακόμα στο σχολείο μας; Έτσι κάπως.
Δεν έχω προλάβει να κάνω
ούτε τρία βήματα έξω από την κύρια είσοδο του σχολείου όταν ακούω την φωνή της.
Μιλάει σιγά, αλλά δεν έχει σημασία. Θα μπορούσα να ακούσω και να αναγνωρίσω την
φωνή της ακόμα και σε volume 0, μέσα στο χειρότερο χεβιμεταλάδικο πανδαιμόνιο.
-
Γεια
σου Ρέα, της λέω, αρκετά ψύχραιμα.
Πολύ ψύχραιμα, αν
υπολογίσει κανείς το εκκωφαντικό ταμπούρλο που βαράει στο στήθος μου.
Χρησιμοποιώ το όνομά της για να υπάρχει η απαιτούμενη απόσταση. Το σκέτο «γεια»
θα μπορούσε να το εκλάβει κάποιος ως δείγμα οικειότητας. Το πιο επικίνδυνο θα
ήταν να το εκλάβει έτσι το υποσυνείδητό μου. Και να αφεθεί.
Δεν μπορώ να το αφήσω να
αφεθεί.
-
Έχεις
λίγο χρόνο να μιλήσουμε; μου λέει.
«Όχι, είμαι πολύ busy, έχω διαδοχικά meetings για projects με τους υφισταμένους μου, τρέχω να
προλάβω τα deadlines», σκέφτομαι να της πω. Αλλά δεν της το λέω, γιατί μπορεί να
το πάρει ως ειρωνεία και να φύγει, και δεν θέλω να φύγει. Αν, πάλι, το πάρει ως
χιούμορ και γελάσει -με το μαγικό, εξώκοσμο χαμόγελό της, με τα λακκάκια να
βαθαίνουν στα μάγουλα- τότε θα γίνω μέσα μου για άλλη μια φορά χιλιάδες
μικροσκοπικά κομματάκια που δεν πρόκειται ποτέ να επανασυνδεθούν. Αντί να μας
μαθαίνουν να υπολογίζουμε όρια συναρτήσεων στα μαθηματικά, γιατί δεν βάζουν πιο
ενδιαφέροντα θέματα; «Υπολογίστε το όριο θραύσης της καρδιάς σας όταν η Ρέα
τείνει να σας πλησιάσει σε απόσταση δύο μέτρων. Ενός μέτρου. Πενήντα εκατοστών».
Μπα. Δεν πλησιάζει πια σε τόσο μικρές αποστάσεις.
Αν έχω λοιπόν λίγο χρόνο
για να μιλήσουμε. Ίσως να της απαντήσω: «ναι, αν είναι κάτι σημαντικό». Αλλά
μπα, κι αυτό θα υπονοεί πως δεν ξέρει τι της γίνεται.
Ίσως… σκατά. Τίποτα δεν
θα πω. Κουνάω το κεφάλι μου. Ναι. Έτσι. Σοβαρός και απόμακρος. Και κυρίως,
μουγγός. Ότι κι αν πεις θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σου, οπότε βγάλε τον σκασμό.
Την ακολουθώ μέχρι το
πλησιέστερο παγκάκι. Τρώω με δύναμη μια μπάλα στο κεφάλι – το πρωτάκι που την
κλώτσησε έρχεται με κατεβασμένα τα φτερά και ζητάει συγνώμη, ίσως με κάποιον
υπερβολικό σεβασμό. Η φήμη μου εξακολουθεί να πλανάται πάνω από το σχολείο. Ο
νέος ορισμός της επιτυχίας: μπορεί όλα να πηγαίνουν κατά διαβόλου, αλλά όταν τρως
μπάλες στο κεφάλι τα πιτσιρίκια θα σου ζητάνε συγνώμη και θα φοβούνται μήπως τα
δείρεις.
Καθόμαστε στο παγκάκι.
Προσέχω να μην κάτσω πολύ κοντά της. Ακόμα κι έτσι, η μυρωδιά της κάνει το
κεφάλι μου να γυρίζει. Πράσινο μήλο και καρπούζι στο άρωμά της, κι εκείνο το
σαμπουάν από μέλι στα μαλλιά της. Συγκεντρώσου, βλάκα. Τυχαία το μυρίζεις τώρα
το άρωμά της. Πιθανότατα το μυρίζει καθημερινά, όλες τις ώρες κάποιος άλλος.
Βυθίζω το νύχι από τον δείκτη του αριστερού μου χεριού στον αντίχειρά μου και ο
πόνος με συνεφέρνει. Ίσως πρέπει να αλλάξω σχολείο. Ίσως πρέπει να αλλάξω
σύμπαν.
-
Πώς
είσαι; μου λέει.
Μη με ρωτάς. Άσε με ήσυχο. Αν σε πιάσω και σε φιλήσω τώρα,
χωρίς σταματημό, μέχρι το τέλος του Χρόνου, ξέρεις, όχι του 2013, του Χρόνου με
κεφαλαία, τι θα κάνεις;
Ούτε αυτό το λέω. Γιατί
ξέρω την απάντηση. Και δεν μ’ αρέσει.
Βγάζει από την τσέπη του
τζιν της ένα λαστιχάκι και πιάνει τα μαλλιά της, που τα έχει αφήσει ξανά να
μακρύνουν και τα έχει σκουρύνει λίγο – για κάποιο λόγο, δεν νιώθει ποτέ άνετα
με το φυσικό κατάξανθο χρώμα τους.
Βλέπει πως δεν της
απαντάω, κάνει μια κίνηση με το χέρι της σαν να διαγράφει την ερώτηση και να
πηγαίνει στην επόμενη.
-
Έμαθες
τι έγινε στο Β4;
Κουνάω το κεφάλι μου,
αρνητικά.
-
Ένα
κορίτσι έχει εξαφανιστεί από προχτές.
Ακούω μια φωνή που
μοιάζει πολύ με την δική μου να της απαντάει, χωρίς να προλαβαίνω καν να
επεξεργαστώ στο μυαλό μου την απάντηση.
-
Κι
εμένα τι με νοιάζει; της λέω.
Να μια ατάκα που ποτέ δεν
περίμενα να πω, τον καιρό που ο Νικ πίστευε πως είχα το σύνδρομο του ήρωα, πως
ήθελα να σώσω όλο τον κόσμο. Όμως είπαμε: στις ταινίες, που φταίνε για όλα, οι
ήρωες θριαμβεύουν. Σώζουν το κορίτσι, ζουν μαζί της ευτυχισμένοι, έχουν παρέα τους
κολλητούς τους, σχεδιάζουν το υπέροχο μέλλον τους όλοι μαζί.
Όταν τίποτα στη ζωή σου
δεν πηγαίνει καλά, όταν ο κολλητός σου βρίσκεται στην άλλη άκρη του κόσμου και
έχετε χάσει επαφή, όταν έχεις σώσει το κορίτσι αλλά δεν ζεις μαζί της
ευτυχισμένος, ε, τότε μπορείς να μην είσαι και ήρωας. Το δικαιούσαι.
-
Το
κορίτσι που λείπει… είναι η Νίκη Χατζή, μου λέει η Ρέα, διστακτικά και καρφώνει
τα μάτια της πάνω μου, για να δει την αντίδρασή μου.
Ακούω τις λέξεις να
βγαίνουν από τα μεγάλα, βαμμένα σήμερα με κοραλλί κραγιόν χείλη της, και
σκέφτομαι την Λάσκα, που μας έμαθε πως «ζωή» είναι η κατάσταση που χαρακτηρίζει
τα ενόργανα όντα και εκδηλώνεται με την ανάπτυξη μέσω του μεταβολισμού, την
αναπαραγωγή και την προσαρμογή στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος.
Ναι, καλά.
Το κορίτσι που λείπει είναι η Νίκη Χατζή.
Ζωή είναι η φάση όπου
όταν όλα δείχνουν ότι δεν μπορούν να πάνε χειρότερα, πάνε.