Επετειακό ποστ, σήμερα. Όπως μου θύμισε
το Facebook,
πριν από 4 χρόνια είχα ποστάρει στο blog το κείμενο που
ακολουθεί, το οποίο είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου ποσταρίσματα. Οπότε,
αποφάσισα να το ξαναποστάρω, για όσους δεν το είχαν διαβάσει τότε:
Πρόσφατα μιλούσα στο τηλέφωνο με έναν φίλο που παραμένει τόσο ερωτευμένος με την πρώην κοπέλα του,
ώστε δεν μπορεί να προχωρήσει συναισθηματικά στη ζωή του. Όταν κλείσαμε το
τηλέφωνο, σκέφτηκα πόσο μοιάζει η περίπτωσή του με εκείνην πολλών φοιτητών στα
ελληνικά πανεπιστήμια, που είναι απογοητευμένοι από τις σπουδές τους και
“λιμνάζουν” χωρίς να μπορούν να αποφοιτήσουν. Το γιατί μοιάζουν οι δύο
περιπτώσεις, θα το εξηγήσω χρησιμοποιώντας το παράδειγμα ενός πραγματικού τηλεπαιχνιδιού.
Έχετε δηλώσει λοιπόν συμμετοχή σε ένα
τηλεπαιχνίδι, το οποίο παρουσιάζω εγώ. Το τηλεπαιχνίδι έχει μεγάλη τηλεθέαση
(είμαι φοβερός παρουσιαστής), γι’ αυτό μπορεί να προσφέρει στους παίκτες
καταπληκτικά δώρα. Εσείς, χάρη σε έναν συνδυασμό γνώσεων, αντίληψης και τύχης,
τα έχετε πάει πολύ καλά μέχρι τώρα, κι έχετε βρεθεί στον τελικό. H διαδικασία
του τελικού βασίζεται φαινομενικά αποκλειστικά στην τύχη. Υπάρχουν τρεις
κλειστές πόρτες. Η μία κρύβει το αυτοκίνητο των ονείρων σας, η δεύτερη μία
κατσίκα και η τρίτη μία άλλη κατσίκα. Εγώ γνωρίζω πού βρίσκεται το αυτοκίνητο,
και εσείς πρέπει να το μαντέψετε. Παίρνετε μια βαθιά ανάσα, συγκεντρώνεστε, και
μου δείχνετε την πόρτα που πιστεύετε πως κρύβει το αυτοκίνητο, ας πούμε την
πόρτα Β.
- Σίγουρα; Μήπως θέλετε να το
ξανασκεφτείτε; ρωτάω εγώ, για να αυξήσω το σασπένς.
- Σίγουρα, μου απαντάτε.
Το κοινό σας χειροκροτάει για την
σιγουριά σας.
- Ας ανοίξει λοιπόν… (ακούγονται μερικές
μουσικές νότες που επιτείνουν την αγωνία)… η πόρτα Α, λέω εγώ.
Έχω διαλέξει την πόρτα Α επειδή ξέρω ότι
πίσω της βρίσκεται η μία από τις δύο κατσίκες. Η πόρτα Α ανοίγει, αποκαλύπτει
την κατσίκα, και μετά τα ουρλιαχτά ενθουσιασμού του κοινού, γυρίζω και πάλι σε
σας.
- Μόλις πλησιάσατε ακόμα περισσότερο στο
αυτοκίνητο των ονείρων σας. Έχετε πλέον 50% πιθανότητα να το κερδίσετε. Πριν
όμως ζητήσω να ανοίξει η πόρτα Β, θέλω να σας δώσω μια τελευταία ευκαιρία να
αλλάξετε απόφαση. Μήπως δεν αισθάνεστε πια τόσο σίγουροι; Μήπως θέλετε να
διαλέξετε την πόρτα Γ, αντί για την πόρτα Β;
Όσο το κοινό αλαλάζει, μοιρασμένο στα
δύο – άλλοι σας ζητούν να παραμείνετε στην πόρτα Β και άλλοι να διαλέξετε την
πόρτα Γ – εσείς ηρεμήστε και σκεφτείτε το. Ακόμα καλύτερα, σταματήστε να
διαβάζετε παρακάτω για να δείτε τι επιλέγουν οι περισσότεροι και σκεφτείτε τι θα
επιλέγατε εσείς. Είστε βέβαιοι για την επιλογή σας; Ωραία.
Σε έρευνες που έχουν γίνει, οι
περισσότεροι άνθρωποι στην παραπάνω ερώτηση απαντούν πως θα παρέμεναν πιστοί
στην αρχική τους επιλογή. Το ίδιο ισχύει και για τους περισσότερους παίκτες που
έχουν βρεθεί σε αντίστοιχη θέση σε τηλεπαιχνίδια. Η λογική τους έχει ως εξής:
«έχουν μείνει 2 πόρτες, οπότε, όπως μου είπε και ο παρουσιαστής, έχω 50%
πιθανότητα να κερδίσω. Αφού το ένστικτό μου με οδήγησε να διαλέξω την πόρτα Β,
γιατί να την αλλάξω; Κι αν αλλάξω, και τελικά ανακαλύψω πως το αυτοκίνητο
βρισκόταν στην Β, δεν θα χτυπάω μια ζωή το κεφάλι μου για τη βλακεία που
έκανα;»
Η ανάλυση αυτή στηρίζεται στον φόβο. Τον
φόβο να πάμε κόντρα σε αυτό που αρχικά επιλέξαμε με βάση κάποιο συναίσθημα ή
έμπνευση της στιγμής.
Μόνο που η ανάλυση αυτή είναι απολύτως
εσφαλμένη. Αν ο παίκτης αποφασίσει να αλλάξει την αρχική του επιλογή, οι
πιθανότητές του να κερδίσει διπλασιάζονται. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό
είναι ότι η ατάκα του παρουσιαστή («τώρα έχετε 50% πιθανότητες να κερδίσετε»)
έχει σαν στόχο να μπερδέψει τον παίχτη. Γιατί η πιθανότητα να κερδίσει ο
παίχτης θα ήταν 50% μόνο αν υπήρχαν 2 πόρτες εξαρχής.
Εμείς όμως είχαμε να διαλέξουμε αρχικά
ανάμεσα σε τρεις πόρτες. Ας ανακεφαλαιώσουμε το τι συνέβη, για να καταλάβουμε
πού είναι το μπέρδεμα. Αρχικά, είχαμε μία στις τρεις πιθανότητες (33.3%) για να
βρούμε το αυτοκίνητο. Μετά την επιλογή μας, ο παρουσιαστής άνοιξε μια πόρτα που
ήξερε ότι περιείχε κατσίκα. Με άλλα λόγια, όποια πόρτα κι αν είχαμε
επιλέξει εμείς, ο παρουσιαστής πάντα θα άνοιγε αρχικά μια πόρτα με κατσίκα, για
να μας μπερδέψει και να δημιουργήσει σασπένς. Ο παρουσιαστής ανοίγει μια
αδιάφορη πόρτα (πόρτα κατσίκας) για να μας μπερδέψει. Στην ουσία, λοιπόν, δεν
έχει αλλάξει απολύτως τίποτα σε σχέση με την αρχική μας κατάσταση. Μία στις
τρεις είχαμε να πετύχουμε το αυτοκίνητο αρχικά, και δύο στις τρεις να χάσουμε,
πετυχαίνοντας κατσίκα. Ακριβώς τις ίδιες πιθανότητες έχουμε και μετά το άνοιγμα
της πόρτας από τον παρουσιαστή.
Υπάρχουν αρκετοί τρόποι να αποδειχθεί
μαθηματικά η σωστή λύση του πιθανοτικού προβλήματος, που όπως ανέφερα παραπάνω είναι ότι πρέπει να αλλάξουμε πόρτα όταν μας δοθεί η ευκαιρία. Αλλά αυτό δεν μας
αφορά εδώ – όποιος θέλει, μπορεί να ψάξει στο Ίντερνετ, γράφοντας σε κάποια
μηχανή αναζήτησης την φράση: “Monty Hall problem”.
Ο λόγος που χρησιμοποίησα το
τηλεπαιχνίδι, είναι ότι η αντίδραση των περισσότερων παικτών στο δίλημμα της
πόρτας, μοιάζει με τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε και αντιδρούμε συχνά στην
καθημερινή μας ζωή, όταν έχουμε να κάνουμε κάποια σπουδαία επιλογή. Δηλαδή
σκεφτόμαστε λιγάκι (ή λιγάκι περισσότερο), καταλήγουμε σε έναν στόχο που
σημαίνει πολλά για μας και στη συνέχεια «κολλάμε» σ’ αυτόν σταματώντας να
λαμβάνουμε πληροφορίες από το περιβάλλον. Είναι η περιβόητη «τυφλή προσήλωση στον
στόχο». Τυφλή και κουφή, θα πρόσθετα εγώ.
Αυτό που πρέπει πάντα να αποτελεί τον
οδηγό μας είναι οι νέες πληροφορίες που λαμβάνουμε από το περιβάλλον, σε
συνδυασμό με την λογική μας. Έτσι ώστε να μην «κολλάμε». Ώστε, όταν μπει κάποιο
παιδί, για παράδειγμα, σε μια πανεπιστημιακή σχολή που είχε βάλει ως στόχο και
ανακαλύψει σύντομα πως η σχολή δεν του λέει τίποτα, να μπορεί το παιδί να βρει
την δύναμη μέσα του να αποφασίσει ότι θα την εγκαταλείψει, ότι δεν θα χαραμίσει
τη ζωή του σπουδάζοντας κάτι που αντιπαθεί, ακόμα κι αν αυτό θα του δώσει καλές
πιθανότητες για επαγγελματική αποκατάσταση. Πολλοί φοιτητές πέφτουν στην παγίδα
να εγκλωβιστούν σε μια σχολή, αφήνοντας
τον χρόνο να περνάει, χωρίς να παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους. Επειδή,
στην ουσία, φοβούνται να προχωρήσουν. Όπως και ο φίλος μου με τον έρωτά του.
Η προσήλωση σε έναν στόχο, μόνο και μόνο
επειδή κάποτε τον επιλέξαμε, σημαίνει πως δεν κάνουμε πια τον κόπο να
υπολογίσουμε τι είναι το καλύτερο για μας, με βάση τα νέα δεδομένα. Αφήνουμε,
όπως ο παίχτης στο τηλεπαιχνίδι, την θεά τύχη να αποφασίσει για μας, ενώ δεν έχουμε φροντίσει να μεγιστοποιήσουμε
τις πιθανότητες να μας θυμηθεί η θεά. Μετά, αν χάσουμε, αν πετύχουμε την
κατσίκα, τα έχουμε με την τύχη μας, αντί να τα έχουμε με τον εαυτό μας, όπως θα
έπρεπε.