Σε ένα από τα αστυνομικά μυθιστορήματα
του Χένινγκ Μανκέλ, ο πρωταγωνιστής του, Κουρτ Βαλάντερ, σκέφτεται ότι: «Ζούμε
σαν να θρηνούμε έναν χαμένο παράδεισο».
Παρατηρώντας τους ανθρώπους γύρω μου στην
Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, νομίζω πως δεν υπάρχει καμία ατάκα που να μας
περιγράφει καλύτερα από αυτήν.
Κατεβασμένα πρόσωπα, χαμηλόφωνες
κουβέντες, κυνισμός, ειρωνεία, έλλειψη ελπίδας, επιθετικότητα και θυμός κατά
πάντων.
Όλα αυτά θα ήταν απολύτως δικαιολογημένα,
αν η προηγούμενη κατάσταση ήταν στ’ αλήθεια ένας χαμένος παράδεισος. Μόνο που
δεν ήταν.
Η έλλειψη δικαιοσύνης κυριαρχούσε στην
Ελλάδα πολύ πριν έρθει η οικονομική κρίση. Το κόμπλεξ απέναντι στον γνωστό/φίλο
που είναι ψιλο (χοντρο) λαμόγιο και τα καταφέρνει οδηγούσε στο να γίνει και ο
μέσος Έλληνας μία από τα ίδια – αρκεί να τα κατάφερνε καλύτερα από τον φίλο. Ή
αρκεί να τα κατάφερναν τα παιδιά του καλύτερα από τα παιδιά του γείτονα. Κι αν
ψηφίζαμε και πολιτικούς λαμόγια, ε, δεν πειράζει, ας κάνουμε τώρα την δουλίτσα μας,
εμείς θα σώσουμε τον κόσμο; Από τον Καζαντζάκη το μόνο που συγκράτησε ο
σύγχρονος Έλληνας είναι το συρτάκι του Ζορμπά, μαζί με έναν καημό για τα βάσανα
της ζωής (βάσανα που όσοι είναι κάτω των 50 δεν είχαν περάσει ποτέ, μέχρι να
έρθει η κρίση). Το «εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω»
δεν ήταν στα SOS
και το ξεχάσαμε γρήγορα-γρήγορα, ή δεν το μάθαμε ποτέ. Προτιμήσαμε το «θα τα
κάψω, τα ρημάδια τα λεφτά μου».
Θα σας διηγηθώ μερικές σκηνές που έζησα
τον τελευταίο μήνα, και μετά θα σας ρωτήσω κάτι.
Σε δημόσια υπηρεσία, η υπάλληλος μου
μιλούσε με το ζόρι, ενοχλημένη, χωρίς να με κοιτάζει, παίζοντας με το κινητό της
όσο μου μιλούσε. Το «γεια σας» όταν έφυγα έμοιαζε πολύ με «άει στο διάολο».
Στην γειτονιά μου, μόλις έπεσε μια γερή
βροχή είχαμε για μια ακόμα φορά διακοπή ρεύματος. Με υπεύθυνη την ΔΕΗ, όπου
αποδεδειγμένα έχουν φαγωθεί τρελά ποσά επί δεκαετίες από κομματόσκυλα.
Έξω από σχολείο της πόλης, αρκετοί
γονείς βαριούνται να βρουν κανονική θέση πάρκινγκ, γιατί αυτό σημαίνει πως θα έπρεπε
να κατέβουν και να περπατήσουν δέκα βήματα. Έτσι, και στο πήγαινε και στο φεύγα
παρκάρουν στην μέση του δρόμου μέχρι να κατέβουν/ανέβουν στο αυτοκίνητο τα
παιδιά τους. Όσος χρόνος κι αν χρειαστεί για να γίνει αυτό. Το κυκλοφοριακό
χάος που δημιουργούν πίσω τους δεν τους αφορά. Ούτε το σημείωμα που παίρνουν
από την διεύθυνση του σχολείου, που τους παρακαλεί να μην παρκάρουν στην μέση
του δρόμου τους αφορά.
Στα δύο ΑΤΜ της Εθνικής Τράπεζας στο
κέντρο της πόλης υπάρχει μόνο μία διαφορά: στο αριστερό υπάρχουν δύο κύπελλα με
καφέ παρατημένα πάνω στο ΑΤΜ. Στο δεξί, ο καφές έχει χυθεί πάνω στο ΑΤΜ και
χάμω, σχηματίζοντας ένα καφέ ρυάκι.
Γυναίκα οδηγός πηγαίνει αργά, κάνοντας
συνεχώς ζιγκ-ζαγκ μπροστά μου, σε δρόμο δύο λωρίδων, ώστε να μην μπορώ να την
προσπεράσω. Όταν μετά από ώρα τα καταφέρνω παίρνοντας τα ρίσκα μου, βλέπω από
το παράθυρο ότι προσπαθεί να ανάψει τσιγάρο και να βάλει την ζώνη της ταυτόχρονα.
Άντρας οδηγός μοτοσυκλέτας γκαζώνει σαν
τρελός σε στενό μονόδρομο, απ’ όπου περνούν εκείνη την ώρα οικογένειες με μικρά
παιδιά.
Άλλος άντρας οδηγός αυτοκινήτου μπαίνει
αντικανονικά σε μονόδρομο, για να παρκάρει πιο γρήγορα στο σπίτι του – βαριέται
να κάνει τον κύκλο. Σε όσους του κορνάρουν γαβγίζει από το παράθυρό του.
Σε τράπεζα, δημόσια υπηρεσία και σε
μαγαζί, ενώ βρίσκομαι μπροστά στην σειρά κάποιοι προσπαθούν να βρουν απίθανους
τρόπους να με προσπεράσουν.
Η ερώτηση που θέλω να κάνω είναι: ποια
από αυτές τις σκηνές σας φαίνεται καινούργια; Ποια σας εντυπωσιάζει; Ποια έχει
προκύψει εξαιτίας της κρίσης; Η απάντηση είναι: «καμία». Η κάθε είδους αδιαφορία/αλητεία/αντικοινωνική
συμπεριφορά ήταν επί δεκαετίες κομμάτι της καθημερινότητάς μας, και παραμένει.
Απλώς, ήμασταν ικανοποιημένοι με τα λεφτά που παίρναμε (λεφτά που δεν είχε η
χώρα, και οι κυβερνήσεις μας τα δανείζονταν για να εξασφαλίζουν ψηφαλάκια),
οπότε βάζαμε τα προβλήματα κάτω από το χαλί. Ζούσαμε σε μια κόλαση που την
είχαμε βαφτίσει παράδεισο, μέσα μας.
Όμως οποιαδήποτε κοινωνία δεν έχει
μηχανισμούς διασφάλισης της ειρήνης, εντός της, είναι μοιραίο να εκφυλιστεί, σε
όλα τα επίπεδα.
Πριν από 50 περίπου χρόνια ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος
είχε γράψει: «νομίζω πως η Ελλάδα επιζεί «ερήμην των Ελλήνων», ή «παρά τους Έλληνας»».
Είχε πολύ μεγάλο δίκιο, αλλά αυτό δεν
μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρον, όπως αποδείχθηκε.
Εύχομαι μια πολύ ευτυχισμένη χρονιά στον
καθέναν από σας που διαβάζετε αυτό το κείμενο. Και εύχομαι μια διαφορετική
χρονιά, για τους Έλληνες. Μια χρονιά με εσωτερικές επαναστάσεις. Να τα βάλουμε
με τον εαυτό μας, ώστε να αλλάξουμε τον τρόπο που κοιτάζουμε την ζωή μας.
Νομίζω πως μόνο έτσι μπορούμε τελικά να αλλάξουμε και την ίδια τη ζωή μας, και
την μοίρα της χώρας.