Thursday, December 12, 2013

Μην πετύχεις την κατσίκα (2)

Είχαμε μείνει, στο κείμενο της Δευτέρας, στο πώς σχετίζονται ο «καταραμένος» έρωτας του φίλου μου, οι λιμνάζοντες φοιτητές στα ελληνικά πανεπιστήμια και το τηλεπαιχνίδι που περιέγραψα.
Ας πάμε πρώτα στο τηλεπαιχνίδι. Οι τρεις κλειστές πόρτες περιέχουν το αυτοκίνητο των ονείρων σας, και δύο κατσίκες, αντίστοιχα. Εσείς έχετε διαλέξει την πόρτα Β, εγώ ως παρουσιαστής έχω ζητήσει να ανοίξει η πόρτα Α, που περιέχει την μία κατσίκα, και σας έχω ρωτήσει αν θέλετε την τελευταία στιγμή να αλλάξετε απόφαση, και να διαλέξετε την πόρτα Γ αντί για την Β.
Όπως είχα εξηγήσει, οι περισσότεροι παίχτες που έχουν παίξει αυτό το τηλεπαιχνίδι στην Αμερική επέλεγαν να μείνουν «πιστοί» στην αρχική τους επιλογή. Η λογική τους ήταν: «έχουν μείνει 2 πόρτες, οπότε, όπως μου είπε και ο παρουσιαστής, έχω 50% πιθανότητα να κερδίσω. Αφού το ένστικτό μου με οδήγησε να διαλέξω την πόρτα Β, γιατί να την αλλάξω; Κι αν αλλάξω, και τελικά ανακαλύψω πως το αυτοκίνητο βρισκόταν στην Β, δεν θα χτυπάω μια ζωή το κεφάλι μου για την βλακεία που έκανα;»
Η ανάλυση αυτή στηρίζεται ουσιαστικά πάνω στον φόβο. Τον φόβο να πάμε κόντρα σε αυτό που αρχικά επιλέξαμε με βάση κάποιο συναίσθημα ή έμπνευση της στιγμής.
Μόνο που η ανάλυση αυτή είναι απολύτως εσφαλμένη. Αν ο παίκτης αποφασίσει να αλλάξει την αρχική του επιλογή, οι πιθανότητές του να κερδίσει διπλασιάζονται. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι η ατάκα του παρουσιαστή («τώρα έχετε 50% πιθανότητες να κερδίσετε») έχει σαν στόχο να μπερδέψει τον παίχτη. Γιατί η πιθανότητα να κερδίσει ο παίχτης θα ήταν 50% μόνο αν υπήρχαν 2 πόρτες εξαρχής.
Εμείς όμως είχαμε να διαλέξουμε αρχικά ανάμεσα σε τρεις πόρτες. Ας ανακεφαλαιώσουμε το τι συνέβη, για να καταλάβουμε πού είναι το μπέρδεμα. Αρχικά, είχαμε μία στις τρεις πιθανότητες (33.3%) για να βρούμε το αυτοκίνητο. Μετά την επιλογή μας, ο παρουσιαστής άνοιξε μια πόρτα που ήξερε ότι περιείχε κατσίκα. Με άλλα λόγια, ότι κι αν είχαμε επιλέξει εμείς αρχικά (αυτοκίνητο ή κατσίκα), ο παρουσιαστής πάντα θα άνοιγε μια πόρτα με κατσίκα, για να μας μπερδέψει και να δημιουργήσει σασπένς. Στην ουσία, λοιπόν, δεν έχει αλλάξει απολύτως τίποτα σε σχέση με την αρχική μας κατάσταση. Μία στις τρεις είχαμε να πετύχουμε το αυτοκίνητο αρχικά, και δύο στις τρεις να χάσουμε. Ακριβώς τις ίδιες πιθανότητες έχουμε και μετά το άνοιγμα της πόρτας από τον παρουσιαστή. Οπότε, πρέπει να επιλέξουμε να αλλάξουμε πόρτα όταν μας δοθεί η ευκαιρία.
Υπάρχουν αρκετοί τρόποι να αποδειχθεί μαθηματικά η σωστή λύση του πιθανοτικού προβλήματος, αλλά αυτό δεν μας αφορά εδώ – όποιος θέλει, μπορεί να ψάξει στο Ίντερνετ, γράφοντας σε κάποια μηχανή αναζήτησης την φράση: “Monty Hall problem”.
Ο λόγος που χρησιμοποίησα το τηλεπαιχνίδι, είναι ότι η αντίδραση των περισσότερων παικτών στο δίλημμα της πόρτας, μοιάζει με τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε και αντιδρούμε συχνά στην καθημερινή μας ζωή, όταν έχουμε να κάνουμε κάποια σπουδαία επιλογή. Δηλαδή σκεφτόμαστε λιγάκι (ή λιγάκι περισσότερο), καταλήγουμε σε έναν στόχο που σημαίνει πολλά για μας και στη συνέχεια «κολλάμε» σ’ αυτόν σταματώντας να λαμβάνουμε πληροφορίες από το περιβάλλον. Είναι η περιβόητη «τυφλή προσήλωση στον στόχο». Τυφλή και κουφή, θα πρόσθετα εγώ.
Αυτό που πρέπει πάντα να αποτελεί τον οδηγό μας είναι οι νέες πληροφορίες που λαμβάνουμε από το περιβάλλον, σε συνδυασμό με την λογική μας. Έτσι ώστε να μην «κολλάμε». Ώστε, όταν μπει κάποιο παιδί, για παράδειγμα, σε μια πανεπιστημιακή σχολή που είχε βάλει ως στόχο και ανακαλύψει σύντομα πως η σχολή δεν του λέει τίποτα, αυτό το παιδί να μπορεί να βρει την δύναμη μέσα του να αποφασίσει ότι θα την εγκαταλείψει, ότι δεν θα χαραμίσει τη ζωή του σπουδάζοντας κάτι που αντιπαθεί, ακόμα κι αν αυτό θα του δώσει καλές πιθανότητες για επαγγελματική αποκατάσταση. Πολλοί φοιτητές πέφτουν στην παγίδα να εγκλωβιστούν σε  μια σχολή, αφήνοντας τον χρόνο να περνάει, χωρίς να παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους. Επειδή, στην ουσία, φοβούνται να προχωρήσουν. Όπως και ο φίλος μου.
Η προσήλωση σε έναν στόχο, μόνο και μόνο επειδή κάποτε τον επιλέξαμε, σημαίνει πως δεν κάνουμε πια τον κόπο να υπολογίσουμε τι είναι το καλύτερο για μας, με βάση τα νέα δεδομένα. Αφήνουμε, όπως ο παίχτης στο τηλεπαιχνίδι, την θεά τύχη να αποφασίσει για μας,  ενώ δεν έχουμε φροντίσει να μεγιστοποιήσουμε τις πιθανότητες να μας θυμηθεί η θεά. Μετά, αν χάσουμε, αν πετύχουμε την κατσίκα, τα έχουμε με την τύχη μας, αντί να τα έχουμε με τον εαυτό μας, όπως θα έπρεπε.

No comments:

Post a Comment