Στην κουβέντα που ξεκίνησε στο Facebook μετά το κείμενο της
περασμένης Δευτέρας, είπα σε φίλους ότι σκοπεύω να γράψω ένα κείμενο με την
δική μου απάντηση στα βασικά ερωτήματα: «μα, γιατί τα ζούμε όλα αυτά;» και «πώς
μας βρήκε τέτοια καταστροφή;»
Για όλα όσα ζούμε, λοιπόν, κατά την γνώμη
μου φταίνε κυρίως τέσσερα πρόσωπα και ήρθε η ώρα να σας τα αποκαλύψω.
Για όσα ζούμε φταίνε βεβαίως και οι
ιστορικές συγκυρίες. Τα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς από τους Τούρκους, τα άλλα
εκατό που χρειάστηκαν για να φτάσουμε μέσα από πολύ πόνο και αίμα στα σημερινά
σύνορα της Ελλάδας, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι. Όλα αυτά έπαιξαν σημαντικό ρόλο
και δεν φταίμε βέβαια γι’ αυτά. Όμως και άλλοι λαοί έχουν ζήσει πολύ δύσκολες
στιγμές και δεν βρίσκονται σε αυτό το χάλι. Οπότε, κάτι άλλο πρέπει να είναι
που έχει γείρει την πλάστιγγα προς την κατεύθυνση της καταστροφής.
Τέσσερα πρόσωπα, λοιπόν, φταίνε.
Πρώτος-πρώτος, ο Τζέιμς Μποντ. 1973: η
σκυτάλη του Μποντ περνάει από τον τέλειο Σον Κόνερι στον απλώς ευχάριστο Ρότζερ
Μουρ. Και ο τίτλος της νέας ταινίας του Μποντ είναι: «Ζήσε κι άσε τους άλλους
να πεθάνουν». Οι Έλληνες, που λατρεύουν τον Μποντ, συνειδητοποιούν πως αυτό
είναι το μόττο βάσει του οποίου ήδη ζουν και θέλουν να ζήσουν και στο μέλλον
την ζωή τους. To
υιοθετούν
πλήρως – αφού το λέει και ο Τζέιμς. Και έτσι πορεύονται. «Ας κάνω εγώ την
παράνομη δουλίτσα μου με το ρουσφέτι από τον βουλευτή κι άσε τους άλλους να
κουρεύονται. Άσε και τον βουλευτή να κάνει τις δικές του λαμογιές – τι, εγώ θα
σώσω τον κόσμο; Κορόιδο είμαι; Αν δεν κάνω εγώ τη δουλειά κάτω απ’ το τραπέζι,
θα την κάνει ο γείτονας, και θα με αφήσει να τρώω τη σκόνη του». Η Ελλάδα είναι
μια χώρα όπου η έννοια του «κοινού καλού» δεν υπάρχει. Και ως συνέπεια αυτού
δεν υπάρχει καμία αίσθηση δικαιοσύνης, επειδή έχουμε οι ίδιοι φροντίσει να
δημιουργηθεί ένα σύστημα που εμποδίζει την απονομή δικαιοσύνης. Στο «ζήσε κι
άσε τους άλλους να πεθάνουν» βοηθάει και το κλίμα, στις περισσότερες περιοχές
της χώρας. Σε χώρες όπου υπάρχει υπερβολικό κρύο, για παράδειγμα, οι κάτοικοι
συνειδητοποίησαν πολλές γενιές πριν ότι αν δεν φτιάξουν οργανωμένο κράτος, με
δομές που θα φροντίζουν τον πολίτη, θα πεθάνουν όλοι. Στην Ελλάδα, χάρη στο
εξαιρετικό κλίμα, ο Έλληνας ήξερε ανέκαθεν ότι μπορεί να επιζήσει χωρίς τη
βοήθεια των διπλανών του. Άρα, μπορούσε να τσακίσει τους ενοχλητικούς γύρω του.
Ακολουθούν οι τρεις υπόλοιποι φταίχτες:
ο στιχουργός Πυθαγόρας, ο συνθέτης Χρήστος Νικολόπουλος και ο Στέλιος
Καζαντζίδης. Οι τρεις τους δημιούργησαν και ερμήνευσαν, αντίστοιχα, το 1975 το
τραγούδι «Οι αισθηματίες»: γιατί να είμαστε λοιπόν αισθηματίες, γιατί να
μπλέκουμε σε παλιοϊστορίες. Αυτό το τραγούδι, που έχουν αγαπήσει και
τραγουδήσει και υιοθετήσει μέσα τους εκατομμύρια Έλληνες, εξηγεί σε μεγάλο
βαθμό τα προβλήματά μας, ξεκινώντας από τον τρόπο που ψηφίζουμε. Ο Έλληνας,
όταν δεν έχει ρουσφετολογικό λόγο να ψηφίζει (βλέπε Μποντ, επάνω) ψηφίζει με το
θυμικό του και μόνο: ποιος πολιτικός θα τον ενθουσιάσει περισσότερο, θα τον
κάνει να αισθανθεί «καβάλα στο άλογο» με τις μπούρδες που θα του πει; Ποιος θα
τον κάνει να αισθανθεί περισσότερο επαναστάτης, ή περισσότερο δικαιωμένος για
όλα τα παράπονα που κουβαλάει μέσα του; Ποιον πολιτικό και ποιο κόμμα μισεί
περισσότερο για να τον «μαυρίσει» και να τον βλαστημάει μέρα-νύχτα για τα
ψέματα που του είπε παλιά; Ποιοι τολμούν να στηρίζουν εκείνο το κόμμα που
βλαστημάει, ώστε να τους μπινελικώσει κι αυτούς και να τους βάλει στη θέση
τους, όπως τους αξίζει; Δείτε στα κοινωνικά δίκτυα τους χαρακτηρισμούς μεταξύ
αγνώστων, επειδή ο ένας π.χ. στηρίζει Τσίπρα και ο άλλος Μητσοτάκη και έχουν
φουντώσει τα νεύρα τους και θέλουν να ξεσπάσουν. Το καταπληκτικό είναι ότι
αυτοί οι άγνωστοι μπορεί να βρεθούν σε κάποιο μαγαζί να τραγουδάνε μαζί τους
«Αισθηματίες», και αυτό το θεωρούμε ως προτέρημα της φυλής. Και αφού μιλήσαμε για
την ψήφο, ας συνεχίσουμε με το διάσημο ελληνικό φιλότιμο και την μεγάλη καρδιά
που δείχνει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ο Έλληνας. Δεν είναι ψέμα ότι υπάρχει
το ελληνικό φιλότιμο, αλλά να δούμε λίγο και την άλλη πλευρά; Ότι δηλαδή ο Χ
που θα κάνει μια κίνηση μεγάλης οικονομικής ή ηθικής γενναιοδωρίας ή θα ρισκάρει
για να βοηθήσει κάποιον άλλο, δεν αποκλείεται να έχει κάνει και λαμογιές. Και
στις λαμογιές οι κοντινοί του άνθρωποι τον δικαιολογούν, λέγοντας: «καλά, τόσος
κόσμος είναι λαμόγιο στην Ελλάδα, γι’ αυτό το παραπτωματάκι του Χ θα συζητάμε
τώρα και θα πάμε να τον φάμε ζωντανό; Δεν φτάνει που είναι και ψυχάρα και
βοηθάει όταν χρειαστεί, άσε μας τώρα καημένε, ο Χ είναι ξηγημένος και φίλος μου
και δεν ακούω κουβέντα».
Το αποκορύφωμα του συναισθηματισμού
αφορά στον τρόπο λειτουργίας της ελληνικής οικογένειας. Η οποία έχει προσφέρει
πολλά μεν, στα παιδιά της, αλλά νομίζω πως έχει κάνει και μεγάλα λάθη – όχι
όλες οι οικογένειες, βέβαια, αλλά αρκετές ώστε να έχουμε πρόβλημα σήμερα.
Η πολύ μεγάλη φτώχια, οι αδιανόητες για
τους σημερινούς νέους δυσκολίες που έζησαν οι παλιότεροι, οδήγησαν τους
παππούδες και τους γονείς μας να γίνουν υπερπροστατευτικοί. «Να μην ζήσουν τα
παιδιά μας αυτά που ζήσαμε εμείς», ήταν η λογική τους. Μόνο που μέσα από αυτήν
την ολόζεστη και γεμάτη αγάπη λογική, και τον έντονο συναισθηματισμό τους,
έφτασαν συχνά στο άλλο άκρο. Έφτασαν στο «να μην ζήσουν τα παιδιά μας καμία
δυσκολία». Προσπάθησαν να οργανώσουν την ζωή των παιδιών τους τόσο τέλεια ώστε
εκείνα να περάσουν «ζωή χαρισάμενη». Μόνο που υπήρχαν δύο προβλήματα. Το πρώτο
είναι ότι ζωή χωρίς δυσκολίες δεν είναι ζωή χαρισάμενη διότι αυτός που την ζει
δεν μαθαίνει να στέκεται στα πόδια του, χρειάζεται πάντα κάποιον να τον
υποστηρίζει. Αυτό το πρόβλημα η ελληνική οικογένεια το έβαλε κάτω από το χαλί
της αγάπης και το ξέχασε. Το δεύτερο πρόβλημα ήταν το πώς θα επιτυγχανόταν η
«ζωή χαρισάμενη» των παιδιών. Αυτό, η ελληνική οικογένεια το έλυσε συχνά
χαρίζοντας τις ψήφους της σε ανήθικους πολιτευτές οι οποίοι έταζαν (και υλοποιούσαν)
ρουσφέτια κάθε λογής, με αντάλλαγμα την εκλογή τους. Και στη συνέχεια με τις αποφάσεις
τους, που είχαν μόνο γνώμονα το προσωπικό τους συμφέρον, διέλυσαν την οικονομία
της χώρας.
Το χειρότερο όλων: αυτό το «αιώνιο
παιδί» που συχνά δημιούργησε η ελληνική οικογένεια αφού δεν το άφησε να
μεγαλώσει, δεν θέλει να βάλει τον ορθολογισμό στη ζωή του. Η λέξη
«ορθολογισμός» είναι εχθρός, δεν το αφορά. Θέλει κάποιον να το καθοδηγήσει (γι’
αυτό έμπαινε και τόσα χρόνια σε κομματικές νεολαίες), κάποιον «πατερούλη» να
του λύσει τα προβλήματα.
Δύο πολύ πρόσφατα παραδείγματα έλλειψης
ορθολογισμού, από τα πάρα πολλά που μπορεί να βρει κανείς: ένα από τη μεριά του
ΣΥΡΙΖΑ και ένα από τη μεριά της ΝΔ. Διάβαζα τις προάλλες σε προφίλ φίλου στο Facebook να γράφει κάποιος ότι
οι τέσσερις τηλεοπτικές άδειες είναι ο απολύτως σωστός αριθμός, τόσες πρέπει να
δοθούν για να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Γιατί ρε μεγάλε; Πού το βρήκες το «4»; Η
απάντηση είναι ότι πιστεύεις τυφλά την κυβέρνηση, που σου το είπε. Κι αφού σου
το είπε, έτσι θα είναι. Είναι καλή και σε φροντίζει. Διάβαζα επίσης σε προφίλ
άλλου φίλου να γράφει κάποιος πόσο ενθουσιασμένος είναι από την δήλωση του
Κυριάκου Μητσοτάκη ότι σύντομα η Ελλάδα θα έχει τον υπουργό Παιδείας που της
αξίζει. Για να μην τρελαθούμε τελείως: είναι αλήθεια ότι όσοι καταλαβαίνουν τι
συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Παιδεία της χώρας ντρέπονται που ο Ν. Φίλης είναι
υπουργός, ντρέπονται και για το υπόλοιπο παρεάκι του υπουργείου, βλέπουν την
καταστροφή που προσπαθούν στοχευμένα να φέρουν. Αλλά ο ορθολογισμός ρωτάει:
ποια είναι η πρόσφατη παράδοση της ΝΔ στο υπουργείο Παιδείας, τα τελευταία
10-12 χρόνια ας πούμε, ώστε να ελπίζουμε ότι θα βάλει εκεί κάποιον που θα
αξίζει; Ο τελευταίος που έβαλε ήταν ο κ. Αρβανιτόπουλος, ο οποίος όχι μόνο
έκανε κακό με πολλές αποφάσεις του, αλλά πήρε ως σύμβουλό του στο υπουργείο
Παιδείας τον Γιώργο Ανατολάκη, πρώην ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού. Οι αμέσως
προηγούμενοι ήταν οι κ.κ. Σπηλιωτόπουλος, Στυλιανίδης, οι οποίοι δεν έκαναν
απολύτως τίποτα, και η κυρία Γιαννάκου που αντί να φτιάξει τα πράγματα στις
εκλογές πρυτάνεων/προέδρων στα πανεπιστήμια τα έκανε τρις χειρότερα.
Όταν αυτό είναι το πρόσφατο παρελθόν,
πώς ενθουσιάζεσαι για το μέλλον; Επειδή σου το λέει ο καινούργιος «πατερούλης»;
Μακάρι να κάνει αυτό που λέει, αλλά μέχρι να το δεις να γίνεται, πώς εξηγείται
ο ενθουσιασμός;
Ενθουσιάζεσαι επειδή είσαι παιδί. Και
παιδί θέλεις να παραμείνεις.
Αλλά αν δεν κάνεις μέσα σου την
προσωπική σου επανάσταση, αν δεν αποφασίσεις να μεγαλώσεις, να μην έχεις
κανέναν «πατερούλη», να ενημερώνεσαι σφαιρικά και να εξετάζεις τα πάντα γύρω σου
ψύχραιμα, χωρίς λυσσαλέες κόντρες, με μόνη την λογική να κυβερνά τις αποφάσεις
σου, τότε δεν θα καταφέρουμε ποτέ να βγούμε από την κρίση.
Εγώ ελπίζω πως σιγά-σιγά αυτές οι
προσωπικές επαναστάσεις θα γίνουν, από μικρότερους και μεγαλύτερους.