Sunday, December 13, 2015

Ουζερί Τσιτσάνης

Μια γρήγορη ματιά στο «Αθηνόραμα» δείχνει το χάσμα: οι Έλληνες κριτικοί κινηματογράφου δίνουν στην καινούργια ταινία του Μανούσου Μανουσάκη μέσο όρο βαθμολογίας 1,5 στα 5. Οι θεατές δίνουν μέσο όρο 3,5 στα 5, και περίπου οι μισοί από τους εκατό και βάλε θεατές την βαθμολογούν με 5 στα 5 και δηλώνουν ενθουσιασμένοι.
Είδα χθες την ταινία, και μου άρεσε πολύ. Δεν σκοπεύω να μπω σε διαδικασία μακράς ανάλυσης του γιατί νομίζω ότι οι επαγγελματίες κριτικοί την «θάβουν», αφού δεν έχει νόημα κάτι τέτοιο. Επισημαίνω απλώς ότι όλοι τους σχεδόν βάζουν μέσα στην κριτική τους την λέξη τηλεόραση, ή «τηλεοπτικός», και την βάζουν υποτιμητικά. Με άλλα λόγια, μοιάζουν να μην συγχωρούν στον Μ. Μανουσάκη την μεγάλη (και πολύ επιτυχημένη) θητεία του στην τηλεόραση, σαν να θέλουν να βάλουν στεγανά και να πουν «κοίτα, εδώ δεν σου επιτρέπεται να παίζεις, είναι το δικό μας γήπεδο». Στις ΗΠΑ πάντως, η τηλεόραση πλέον κυριαρχεί ξεκάθαρα απέναντι στον κινηματογράφο, και τέτοια στεγανά δεν υπάρχουν, όλοι οι δημιουργοί περνούν διαρκώς από το ένα είδος στο άλλο και κανείς δεν διανοείται να απαξιώσει την τηλεόραση.
Πάω στην ταινία, που προτείνω σε όλους να την δουν. Μια δυνατή ερωτική ιστορία με φόντο ένα συγκλονιστικό θέμα – την εξόντωση των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς. Η ταινία απεικονίζει την εποχή καταπληκτικά, ορισμένα πλάνα μοιάζουν να μην ανήκουν σε ελληνική ταινία με την εξαιρετική τους φωτογραφία, η μουσική είναι υποβλητική, αλλά περισσότερο απ’ όλα η ταινία κοιτάζει την ιστορία κατάματα, χωρίς εξωραϊσμούς (βλέπουμε, π.χ., τους άθλιους Έλληνες μαυραγορίτες και τους κουκουλοφόρους συνεργάτες των Γερμανών, για να μην ξεχνάμε ότι ήταν αρκετοί εκείνοι που δεν έκαναν αντίσταση, καλοπερνούσαν και οδηγούσαν στον εξευτελισμό και στον θάνατο άλλους Έλληνες δίπλα τους). Επίσης, μιλάει ξανά για τον φασισμό γιατί πολλοί φαίνεται στην Ελλάδα πως τον έχουν ξεχάσει, και θέτει έμμεσα ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα: δικαιούται ένας μεγάλος δημιουργός όπως ο Τσιτσάνης να είναι σκέτος παρατηρητής της εποχής του, να μην κουνάει (με εξαίρεση το τέλος) ούτε το δαχτυλάκι του για να βοηθήσει στον αγώνα; Το μεγάλο έργο που άφησε πίσω του τον εξιλεώνει; Και ακόμα κι αν τον εξιλεώνει, πώς ήξερε ότι θα το αφήσει; Τον καιρό του αγώνα δεν ήταν ούτε τριάντα χρονών, άρα η αδράνειά του τι είναι; Δικαιολογημένη, για έναν καλλιτέχνη που αισθάνεται ότι προσφέρει με διαφορετικό τρόπο, τραγουδώντας τους καημούς των Ελλήνων, ή δείγμα δειλίας; Ο καθένας που θα δει την ταινία θα δώσει την δική του απάντηση.
Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν και κάποιες ατέλειες, στην ταινία. Η πιο βασική που εγώ εντόπισα είναι ότι ο ρόλος του Γιάννη Στάνκογλου δραματουργικά δεν «στέκει», δεν καταλαβαίνουμε τον χαρακτήρα του στο έργο, όσο κι αν προσπαθεί να του δώσει ο ίδιος ο ηθοποιός «χρώμα» - είναι όμως δευτερεύων ο ρόλος του, και αυτό το πρόβλημα δεν είναι κρίσιμο για την ταινία. Επίσης – προσωπική «παραξενιά» μου αυτό – κάποιες φορές η πολύ δυνατή σκηνοθεσία, που κρατάει σε αγωνία τον θεατή από την αρχή μέχρι το τέλος, είναι λίγο πιο γρήγορη απ’ ότι θα ήθελα. Ορισμένα πλάνα επειδή ακριβώς είναι πολύ όμορφα και θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μεγαλύτερη συγκίνηση (αφού οι ηθοποιοί όλων των πρωταγωνιστικών ρόλων είναι εξαιρετικοί) θα ήθελα να διαρκούσαν περισσότερο για να κάνουν μεγαλύτερο «γκελ» μέσα μου. Κάποιες από τις δευτερεύουσες ιστορίες, όπως της τραγουδίστριας Λέλας με τον άντρα που θέλει να την παντρευτεί, νομίζω πως θα γίνονταν ακόμα πιο δυνατές αν είχαν οι χαρακτήρες λίγη περισσότερη ώρα στο πανί μαζί, ώστε να νιώσει πιο έντονα ο θεατής το δίλημμα της Λέλας.
Όμως ο καμβάς που στήνει ο Μανουσάκης είναι πολύ μεγάλος, η ταινία διαρκεί ως έχει ήδη δύο γεμάτες ώρες «τρέχοντας», χωρίς να κάνει κοιλιά πουθενά, οπότε καταλαβαίνω ότι υπάρχουν θέματα κινηματογραφικής οικονομίας που επιβάλλουν κάποιες αποφάσεις. Και όσον αφορά στην συγκίνηση, υπάρχει άφθονη στο τέλος της ταινίας, όπου εγώ είδα γύρω μου αρκετούς θεατές δακρυσμένους.

Συνολικά, ήταν μια πολύ όμορφη κινηματογραφική εμπειρία η χθεσινή – τέτοιες υπερπαραγωγές δεν γυρίζονταν στην Ελλάδα ούτε στα χρόνια της ευμάρειας, οπότε είναι μεγαλύτερο ακόμα το μπράβο για την τόλμη να γυριστεί μια τέτοια ταινία στις μέρες μας. Καλοτάξιδη.

No comments:

Post a Comment