Πριν από πολλά-πολλά χρόνια ήμουν πολύ νέος, είκοσι έξι χρονών.
Είχαν
εκδοθεί τρία βιβλία μου που είχαν πάει αρκετά καλά, και ετοιμαζόταν να ανέβει
το πρώτο μου θεατρικό έργο. Αλλά μου έλειπαν δύο πράγματα.
Το
ένα το ήξερα – μου έλειπε ο έρωτας της ζωής μου, δεν την είχα βρει ακόμα.
Το
άλλο δεν το ήξερα, μου προέκυψε – υπάρχουν άνθρωποι που πρέπει να τους
γνωρίσεις για να καταλάβεις ότι σου έλειπαν μέχρι τότε. Γνώρισα δυο μυθικά
ζευγάρια ανθρώπων, από το είδος που λέμε στα ελληνικά larger than life. Το καταπληκτικό ήταν ότι κι εκείνοι τότε μόλις
γνωρίστηκαν μεταξύ τους. Και, περίπου, με υιοθέτησαν, όλοι μαζί. Γίναμε πολύ
καλοί φίλοι, ανέβαινα στην Αθήνα συνέχεια και έμενα σπίτι τους, κάναμε μαγικές
συζητήσεις που με έκαναν να δω τον κόσμο με άλλα μάτια την ίδια ώρα που
τσιμπιόμουν για να πιστέψω ότι καθόμουν απέναντί τους και εκείνοι έδιναν
σημασία σε όσα ξεστόμιζα.
Τα
δύο ζευγάρια ήταν ο σημαντικότερος, για μένα, σκηνοθέτης του παλιού καλού
ελληνικού κινηματογράφου (και συγγραφέας υπέροχων παιδικών βιβλίων) Ντίνος Δημόπουλος με την γυναίκα του ηθοποιό Φλωρέττα
Ζάννα και ο σκηνοθέτης/συγγραφέας/τραγουδοποιός -και Άνθρωπος με α κεφαλαίο- Ανδρέας Θωμόπουλος με την
γυναίκα του Ηρώ Βαρσαμή, πρόεδρο των Γιατρών του Κόσμου.
Ενάμιση
χρόνο μετά την γνωριμία μου μαζί τους, γνώρισα και τον έρωτα της ζωής μου. Και
μετά, ξαφνικά, έπρεπε για λίγο καιρό να τους αποχωριστώ όλους – είχε έρθει ο
καιρός να μπω στον στρατό.
Εκείνο
το βράδυ που δεν θα ξεχάσω ποτέ, πριν παρουσιαστώ, με χάλια ψυχολογία σε ένα
χάλια ξενοδοχείο στην Τρίπολη, πήρα τηλέφωνο τον Ντίνο και την Φλωρέττα να τους
πω ένα γεια – ήξερα και ότι ο Ντίνος είχε ένα μικροπροβληματάκι με την υγεία
του. Εκείνο το βράδυ έμαθα πως ο Ντίνος είχε μόλις «φύγει» ξαφνικά.
Σε
μια από τις συζητήσεις που είχαμε κάνει οι δυο μας, στο γραφείο του, μου είχε πει: «Αναρωτιέμαι,
ρε πιτσιρικά, τι θα λες κάποτε στα παιδιά σου για μας τους φίλους σου» και του
είχα απαντήσει πως θα τους διηγούμαι όλες τις απίθανες στιγμές μου μαζί
τους και μετά θα τους λέω: «άντε, πάμε τώρα στο σπίτι του Ντίνου να σας τον
γνωρίσω κι από κοντά». Ο Ντίνος είχε γελάσει πικρά, πιστεύοντας πως κάνω πλάκα.
Εγώ το εννοούσα, πίστευα πως έτσι θα συμβεί. Αλλά βέβαια εγώ ήμουν μακράν ο
λιγότερο έξυπνος άνθρωπος σ’ εκείνη την παρέα.
Όταν
πια τελείωσα τον στρατό, η θλίψη μου ενώθηκε με τα τόσα συναισθήματα από όσα
είχα ζήσει, συζητήσει, ονειρευτεί τα προηγούμενα χρόνια και, όλα μαζί μου
έδωσαν μια ιδέα. Εξακολουθώ να πιστεύω πως είναι η καλύτερη ιδέα που είχα ποτέ
για βιβλίο.
Το
βιβλίο γράφτηκε πριν από 14 χρόνια, είχε τίτλο «Ακροβάτες του Χρόνου» και
ξεκινούσε έτσι:
Αυτό που μου έκανε πάντα εντύπωση στον
παππού και στη γιαγιά μου δεν ήταν ούτε το ύψος τους –φοβεροί κοντοστούπηδες
και οι δύο– ούτε η χαριτωμένη χαζομάρα τους – φέρονταν συνέχεια σαν μωρά
παιδιά, στα οκτώ μου έμοιαζα ήδη πολύ ώριμος για να τους κάνω παρέα. Αυτά που
μου έκαναν εντύπωση ήταν διάφορα μικροπράγματα, κάποιες περίεργες λεπτομέρειες,
που με βοήθησαν ν’ αρχίσω να καταλαβαίνω πως κάτι μυστήριο συνέβαινε μ’ αυτούς.
Όπως, ας πούμε, μια μέρα που μπήκα από το παράθυρο στο σπίτι τους για να τους τρομάξω
και τους είδα να κοιμούνται βαθιά και τόσο παράξενα, με τα κορμιά τους να
γέρνουν διαγώνια, σαν να ήθελαν να απομακρυνθούν, αλλά τα κεφάλια τους να
μοιάζουν κολλημένα το ένα με το άλλο και με τα πόδια του παππού να είναι
σηκωμένα ψηλά σαν να ετοιμαζόταν να πετάξει, ενώ το χέρι του χάιδευε
παιχνιδιάρικα το αυτί της γιαγιάς, που ροχάλιζε σαν να περνούσε τρακτέρ και την
άκουγαν τέσσερα τετράγωνα παραπέρα. Κι ακόμα περισσότερο, πολύ περισσότερο, πιο
πολύ απ’ όλες τις παραξενιές τους, μου έκανε εντύπωση που, όταν μεγάλωσα και
ξεκίνησαν να μου διηγούνται τις τρομερές, μυθικές περιπέτειες που είχαν ζήσει,
ποτέ μα ποτέ δεν τους άκουσα να μιλάνε για τον θάνατο. Ποτέ. Σαν να μην υπήρχε.
Οι
Ακροβάτες εκδόθηκαν τότε από τις εκδόσεις Μίνωας και έκαναν πολύ σύντομα και
δεύτερη έκδοση, αλλά καθώς περνούσαν τα χρόνια και πλέον το βιβλίο ήταν εκτός
κυκλοφορίας, συνειδητοποίησα πως το κείμενο ήθελε δύο σημαντικές βελτιώσεις – η
μία σε επίπεδο ιστορίας, όπου έπρεπε να γίνει μια μεγάλη προσθήκη και η άλλη σε
επίπεδο γραφής κάποιων κομματιών του βιβλίου.
Σε
λίγες μέρες από σήμερα, στις αρχές Μαΐου, 14 χρόνια μετά, οι Ακροβάτες του
Χρόνου κυκλοφορούν στην καινούργια, πλήρως αναθεωρημένη και οριστική τους
μορφή, από τις εκδόσεις Πατάκη. Μπορείτε να δείτε το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο,
παρακάτω.
Και,
όπως και τότε, η αφιέρωση του βιβλίου γράφει:
Για τον Ντίνο,
που μας βαρέθηκε και πετάχτηκε να μαζέψει εικόνες από διπλανούς γαλαξίες
Για τη Φλωρέττα,
που συνεχίζει να ταξιδεύει μαζί του
Για τη Δέσποινα. Για το δικό μας ταξίδι.
I am still enchanted by the light you brought to me
Και η πρώτη έκδοση ήταν καταπληκτική αλλά φαντάζομαι οτι6ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο!!!
ReplyDelete