Όταν διαβάζεις λογοτεχνία μανιωδώς, για
πολλά-πολλά-πολλά χρόνια, αρχίζεις νομίζω μοιραία να γίνεσαι πιο δύσκολος.
Ένα συγγραφικό «κόλπο» που το
πρωτοσυνάντησες σε κάποιο βιβλίο πριν είκοσι χρόνια και σου πήρε το μυαλό τώρα
το βλέπεις, ίσως λίγο αλλαγμένο, σ’ ένα καινούργιο βιβλίο, και λες «οκ, το ξέρω
αυτό, πάμε παρακάτω».
Τα πράγματα χειροτερεύουν αν κι εσύ ο ίδιος
γράφεις – είναι πολύ πιο δύσκολο να αφεθείς ως αγνός αναγνώστης στην γραφή του
άλλου, αφού σε ένα δεύτερο επίπεδο το μυαλό σου διαρκώς αναλύει την τεχνική,
τον χειρισμό της πλοκής και της γλώσσας. Το λένε και επαγγελματική διαστροφή,
αυτό.
Γι’ αυτό είναι τόσο υπέροχο το να
υπάρχουν βιβλία που «σε παίρνουν μαζί τους», είτε τα διαβάζεις για πρώτη είτε
για πολλοστή φορά. Που καταργούν τις άμυνές σου και τους αφήνεσαι.
Ένα τέτοιο σπάνιο βιβλίο είναι «Ο χορός
των ρόδων» του Αντώνη Σουρούνη. Δεν ξέρω κανέναν που να το έχει διαβάσει και να
μην ενθουσιάστηκε, ακόμα και ανθρώπους που δεν έχουν μια ροπή προς τον τζόγο, όπως
έχω εγώ. Ο λόγος είναι ότι, όσο κι αν φιγουράρει ο τζόγος μέσα στο βιβλίο, οι
χαρακτήρες του είναι που σου μένουν αξέχαστοι.
Μετά τον «Χορό των Ρόδων» (που πήρε και
το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος) διάβασα όλα τα βιβλία του Σουρούνη, ήμουν
μεγάλος θαυμαστής της δουλειάς του.
Γι’ αυτό την πάτησα, εκείνο το βράδυ στο
καζίνο.
Ήξερα πως ο Σουρούνης, που είχε αλλάξει πολλές
δουλειές στη ζωή του (ναυτικός, τραπεζικός υπάλληλος, υπάλληλος στη λαχαναγορά,
hotel
boy,
μεταξύ άλλων) είχε ζήσει και ως επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας για κάποιο διάστημα.
Και είχα ακούσει πως πήγαινε ακόμα αρκετά συχνά σε καζίνο.
Απλώς, δεν πίστευα ποτέ ότι θα τον
έβλεπα μπροστά μου – εγώ πήγαινα δυο-τρεις φορές το χρόνο, όταν τύχαινε να
επισκεφθώ κάποια πόλη που είχε καζίνο. Τον είδα και κόλλησα. Νομίζω το πήρε
χαμπάρι, ότι ένας χαζός πιτσιρικάς (ήμουν 27, τότε) τον «κάρφωνε» με το βλέμμα,
με κοίταξε κι αυτός (γύρισα και κοίταζα αλλού) και μετά συγκεντρώθηκε ξανά στην
ρουλέτα του.
«Να του μιλήσω και να του πω τι;»
σκεφτόμουν. «Γεια σας, θαυμάζω πολύ τα βιβλία σας, το χιούμορ τους, την ψυχή τους,
ακόμα και οι συνεντεύξεις σας είναι καταπληκτικές», να μου πει «ευχαριστώ» και
μετά από λίγη σιωπή να σηκωθώ και να φύγω;
Ή μήπως να του έλεγα το ξεκαρδιστικό «Ξέρετε,
είμαι καινούργιος συγγραφέας, έχω γράψει τρία βιβλία που δεν τα έχετε ακούσει
σίγουρα ποτέ, αλλά ήρθα να σας πω ένα γεια;».
Γιατί, μπορεί εκείνη την εποχή να έκανα
ήδη παρέα με πέντε μυθικούς ανθρώπους, αλλά τους είχα γνωρίσει όλους μέσω
τρίτων και ταιριάξαμε. Το να μιλήσω «στην ψύχρα» σε κάποιον που θαύμαζα μου
ήταν πολύ δύσκολο.
Όλα τα σενάρια των πιθανών συνομιλιών μας
οδηγούσαν στο μυαλό μου σε αμηχανία, αμέσως μετά τις πρώτες λέξεις που θα
ξεστόμιζα. Το μόνο που θα πετύχαινα θα ήταν να τον διακόψω από την ροή του
παιχνιδιού του. Οπότε, βρήκα μια λύση που παρηγόρησε το μυαλό μου. Μου
υποσχέθηκα πως μερικά χρόνια μετά, όταν θα είχα πίσω μου έναν ικανό όγκο
δουλειάς ώστε να μην αισθάνομαι μειράκιο σε κάθε επίπεδο, θα τον ξανασυναντούσα
και θα κάναμε ίσως μια ουσιαστική συζήτηση, πού ξέρεις, μπορεί να γινόμασταν
και φίλοι.
Λες και η ζωή μας περιμένει, να
νιώσουμε όσο πιο αναπαυτικά γίνεται πριν δράσουμε.
Εδώ και χρόνια περίμενα να δω στα
βιβλιοπωλεία καινούργιο βιβλίο του Σουρούνη.
Έβλεπα ότι αργούσε και σκεφτόμουν πως
μάλλον το δουλεύει πολύ, όπως ήξερα ότι είχε κάνει με το αυτοβιογραφικό του
βιβλίο, «Το μονοπάτι στη θάλασσα», που όπως είχε δηλώσει το έγραφε επί τρία
χρόνια και βγήκε για βραδινή βόλτα μόνο τρεις φορές, τόσο αφοσιωμένος ήταν στο
γράψιμό του.
Η είδηση του θανάτου του, μετά από
χρόνια ασθένεια, σε μικρή για τα δεδομένα της εποχής μας ηλικία, με άφησε ξερό,
πριν νιώσω την θλίψη που ακολούθησε αμέσως μετά.
No comments:
Post a Comment