Friday, September 06, 2019

Όσα δεν έγιναν

Φέτος το καλοκαίρι δύο εφημερίδες μου έκαναν την τιμή να μου ζητήσουν διηγήματά μου.
Το πιο πρόσφατο, με τίτλο "Όσα δεν έγιναν" δημοσιεύτηκε πριν λίγες μέρες στον "Φιλελεύθερο" και μπορείτε να το διαβάσετε παρακάτω. Το "Όσα δεν έγιναν" το γράψαμε μαζί με αυτό το τεράστιο μέγεθος δημιουργού, τον Ανδρέα Θωμόπουλο, ο οποίος μου κάνει την τιμή να είναι φίλος μου. Ο Ανδρέας, για όσους τυχόν δεν τον γνωρίζουν, είναι ο συνθέτης και στιχουργός του "Να μ' αγαπάς" του Παύλου Σιδηρόπουλου και πολλών άλλων σπουδαίων τραγουδιών, είναι ο σκηνοθέτης (μεταξύ άλλων) ταινιών όπως "Ο ασυμβίβαστος", "Ένα γελαστό απόγευμα", "Αύριο θα ξέρουμε", των τηλεοπτικών σειρών "Στο κάμπινγκ", "Μη φοβάσαι τη φωτιά", θεατρικός συγγραφέας με 3 Κρατικά Βραβεία που έργα του ανέβηκαν στο Εθνικό Θέατρο, και πάνω απ' όλα ένας άνθρωπος με τεράστια προσφορά στους Γιατρούς του Κόσμου, μαζί με την γυναίκα του, επίτιμη πρόεδρο της οργάνωσης, Ηρώ Βαρσαμή. 
To πολύ σπουδαίο νέο που έχω είναι ότι το καινούργιο μου μυθιστόρημα, ένα θρίλερ που ελπίζω ότι θα αρέσει πολύ και θα κυκλοφορήσει το 2020, δεν θα είναι καινούργιο "μου". Θα είναι καινούργιο "μας" διότι το γράφουμε μαζί με τον Ανδρέα.
Ευχαριστώ πολύ την Ελένη Γκίκα,
  για την πρόσκληση, να λάβουμε μέρος με τον Ανδρέα στο αφιέρωμα του Φιλελεύθερου σε διηγήματα που διαδραματίζονται τον 5ο αιώνα π.Χ.


  

Όσα δεν έγιναν

  

Ανδρέας Θωμόπουλος

Πολυχρόνης Κουτσάκης



Διήγημα





Περπατάω αγχωμένος από τον Κολωνό όπου διαμένω ως το δικαστήριο της Ηλιαίας. Όλα είναι έτοιμα για την τελευταία πράξη. Παίρνω το μονοπάτι με τις ελιές και τις μουριές και βλέπω τον Νικόδημο να με περιμένει στο τέλος του δρόμου, μ’ ένα χαμόγελο που κάνει τις κουκουβάγιες να μοιάζουν συγκριτικά όμορφες.
-   Μεγάλη μέρα σήμερα. Αλλά, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα της δίκης, Άνυτε, αδερφέ μου, ένα είναι βέβαιο: εσύ θα έχεις αφήσει το αποτύπωμά σου στην Ιστορία, μου λέει με την βραχνή φωνή του και φουσκώνει σαν παγόνι από την περηφάνια.
Οι άλλοι δύο κατήγοροι, ο Μέλητος και ο Λύκων, έχουν ήδη πάρει τις θέσεις τους, όπως και ο Σωκράτης, ατάραχος στη θέση του κατηγορούμενου. Μαζί και οι 501 δικαστές, συν οι 1000 τόσοι περίεργοι που παρακολουθούν τη δίκη, με τις πολύχρωμες ομπρέλες ανοιχτές για προστασία απ' τον ήλιο, δίνοντας στον χώρο μια αίσθηση τσίρκου και μιας μαϊμουδιάς που θα με έκανε να εξεγερθώ αν δεν ήταν προς όφελός μου.
«Το αποτύπωμά μου στην Ιστορία», λοιπόν. Ναι, στην Ιστορία όπως την αντιλαμβάνονται οι πολλοί, ανάμεσά τους και ο αδερφός μου. Δεν σκοπεύω να του εξηγήσω ότι η Ιστορία η μεγάλη με κεφαλαία και η ιστορία η μικρή, η προσωπική μας, γράφεται κυρίως από όσα δεν έγιναν.

Την Αλκμήνη την γνώρισα ένα από εκείνα τα βράδια που οι θεοί βαριούνται στον Όλυμπο και αποφασίζουν να γελάσουν με τους θνητούς, να κάνουν συμπόσια με γεύμα τις καρδιές μας. Ήμουν είκοσι πέντε ετών όταν μου ανακοίνωσε ο πατέρας μου πως είχε έρθει η ώρα να παντρευτώ. Θα με πήγαινε το επόμενο βράδυ στο σπίτι του Ευαγόρα, ενός ευγενούς ξεπεσμένου οικονομικά, για να γνωρίσω την κόρη του. Ο πατέρας μου ένιωθε πάντα την ανάγκη να ανέβει κοινωνικά, να μην τον κοιτάζουν όλοι μόνο σαν τον πλούσιο απολίτιστο δερματέμπορο. Η συμφωνία με τον Ευαγόρα του φάνηκε εξαιρετική: τα λεφτά μας για το όνομά τους. Τα τρία τάλαντα της προίκας θα του τα έδινε μυστικά ο πατέρας μου για να μας τα χαρίσει τάχα ο Ευαγόρας, ώστε να μην εξευτελιστεί. Πήγα απρόθυμα, βέβαιος πως θα αρνιόμουν. Ο πατέρας μου άλλωστε είχε έτοιμες και εναλλακτικές νύφες να μου γνωρίσει.  Μπήκα αδιάφορος μέσα στο σπίτι, την είδα και έχασα τη φωνή μου. Δεκαοχτώ χρονών, κατάξανθη, με μύτη και στόμα που ο Φειδίας δεν θα τολμούσε να φανταστεί για τα αγάλματά του, με μάτια στο χρώμα του οργισμένου ουρανού που κοιτούσαν χαμηλά από ντροπή. Αρραβωνιαστήκαμε την ίδια εβδομάδα και λίγο αργότερα, τον μήνα Γαμηλιώνα, παντρευτήκαμε.
Προσπάθησε να μ’ αγαπήσει, αυτό της το αναγνωρίζω. Προσπάθησε και να μην μου δείχνει ότι δεν τα κατάφερνε.

Ο πρώτος κατήγορος που ανεβαίνει στο βάθρο και παίρνει το λόγο είναι ο καλλίγραμμος ποιητής Μέλητος, με τα 5 χρυσά σκουλαρίκια, τέσσερα στ' αυτιά κι ένα στον αφαλό που διακρίνεται καθαρά από κάποιο επί τούτου κενό στον ακριβό μεταξένιο χιτώνα του. Έχει μακριά κατσαρά φρεσκολουσμένα μαλλιά και λάγνα πράσινα βαμμένα μάτια. Αρχίζει να κατηγορεί με χαριτωμένες κινήσεις κι όλοι κάνουμε πως τον ακούμε, ακόμα κι οι Δικαστές, που κάποιοι απ’ αυτούς τον γνωρίζουν καλά.
Ακολουθεί μικρό διάλειμμα, πριν έρθει η σειρά μου στο βάθρο. Ο Νικόδημος με τους φίλους του έχουν φροντίσει να έρθουν πινάκια με μέλι, σύκα, φρούτα και κριθαρένιο ψωμί. Δεν τους ακολουθώ. Μένω ακίνητος στη θέση μου και προβάρω από μέσα μου τα λόγια που μου έχει ετοιμάσει ο Λύκων. Ακίνητος παραμένει και ο Σωκράτης. Αισθάνομαι το βλέμμα του πάνω μου. Γυρίζω και του το ανταποδίδω. Η μέρα σήμερα δεν αφορά κανέναν από τους 1500 κομπάρσους που μας περιτριγυρίζουν. Υπάρχουμε μόνο εκείνος κι εγώ.

Ήμασταν ήδη εννιά χρόνια παντρεμένοι εκείνη τη μέρα που άλλαξε η ζωή μου. Ήταν πρωί και η Αλκμήνη έπλενε στον λουτήρα τα πόδια της με το αγαπημένο της σφουγγάρι και την σκόνη από άργιλο που φρόντιζα να μην λείπει ποτέ από το σπίτι. Έψαχνα για τον γαλάζιο μου χιτώνα όμως αντί γι’ αυτόν ανακάλυψα μια μαύρη κοντή περούκα σ’ ένα ερμάριο στο υπνοδωμάτιό μας. Παρέστησα πως έφυγα για το βυρσοδεψείο και την παρακολούθησα. Είχε φορέσει ρούχα αγοριού και είχε πιάσει τα μακριά μαλλιά της ώστε να τα κρύβει στην περούκα. Χωνόταν ανάμεσα στους άλλους νέους και πήγαινε να ακούσει την διδασκαλία του Σωκράτη. Πήγαινε να τον θαυμάσει.
Την αγαπούσα πολύ. Έκανα πως δεν το ήξερα. Πρέπει να κράτησε αυτό για μήνες. Όταν έμεινε έγκυος, μετά από τόσα χρόνια που προσπαθούσαμε, δεν πήγε στην αρχή το μυαλό μου. Ήταν τόση η χαρά για τον Λεύκιππο, τον γιο μου. Και να σας πω κάτι; Όταν το παιδί μεγάλωσε και άρχισα να βλέπω τις ομοιότητες με τον Σωκράτη, πάλι δεν με ένοιαζε. Η Αλκμήνη δεν μπορούσε να ερωτευτεί έναν βυρσοδέψη και ερωτεύτηκε έναν φιλόσοφο. Λογικό ήταν. Αφού ζούσε μαζί μου, αφού με φρόντιζε και την φρόντιζα, αυτό μου έφτανε. Και το παιδί της ήταν και δικό μου παιδί. Δικό σου είναι το παιδί που μεγαλώνεις.

Όσο μιλάω στο δικαστήριο, κατηγορώντας τον με ανοησίες ότι προπαγανδίζει ιδέες ασύμβατες με αυτές που πρεσβεύει η πόλη και οι άνθρωποί της, παρατηρώ στο βλέμμα του Σωκράτη μια ανοχή και άφεση – μόνο εκείνος κι εγώ γνωρίζουμε την αλήθεια. Σίγουρα όχι αυτή η δημοκρατία που μπορεί και δεν μπορεί, που θέλει και δεν θέλει να απονέμει δικαιοσύνη. Αρκετοί από τους 501 δικαστές έχουν γλαρώσει. Βαριούνται, αφού γνωρίζουν ήδη το αποτέλεσμα της δίκης, από την ημέρα που τους δωροδόκησα. Ο αδερφός μου έχει αγωνία για το αποτέλεσμα. Εγώ πιστεύω πως τα αποτελέσματα που σε καίνε δεν τα αφήνεις στην τύχη.

Ο Λεύκιππος, ο γιος μου, πρόσφατα έκλεισε τα δεκαπέντε. Η εφηβεία του είναι δύσκολη, διαφωνούμε στα περισσότερα. Μου ανακοίνωσε μια μέρα, χωρίς να μου ζητήσει την άδεια, πως θα έμπαινε στον όμιλο των νέων που ακολουθούσαν τον Σωκράτη σε όλη την πόλη και συζητούσαν μαζί του. Εμφανισιακά, η ομοιότητά τους είναι πια καταπληκτική. Μετά από τόσα χρόνια, είδα ξανά στο ερμάριο την περούκα και το πρώτο που σκέφτηκα ήταν πως τώρα πια, με το κοντό της κανονικό κούρεμα η αγαπημένη μου δεν θα χρειάζεται να κρύβει τις υπέροχες μπούκλες των μαλλιών της. Μόνο το χρώμα άλλαζε. Την παρακολούθησα, όπως τότε. Αυτή τη φορά την είδα να συναντάει τον Σωκράτη, βράδυ, πίσω από τον ναό της Αγροτέρας Αρτέμιδος. Κρυμμένος στη σκιά ενός αγάλματος, τον άκουσα να της λέει: «γιατί δεν μου το είχες πει πως είναι δικός μου; Θα δω πώς θα μιλήσω στον Λεύκιππο».
Είχε πάρει την καρδιά της γυναίκας μου. Δεν θα έπαιρνε και τον γιο μου.

Τη στιγμή που και ο τελευταίος κατήγορος, ο Λύκων, τελειώνει τον εξάψαλμο εναντίον του, ξαφνικά, μια περίεργη σιωπή απλώνεται παντού. Μια εντελώς ασυνήθιστη γι αυτή την ώρα βουβαμάρα. Ακόμα και τα τζιτζίκια κι οι μέλισσες και τα πουλιά σιωπούν. Ακόμα και τα γύρω ρυάκια κυλούν χωρίς ήχο. Σαν να έφτασε η μουσική του Χρόνου σε μιαν απότομη και δραματική παύση λίγο πριν το τελικό της κρεσέντο. Μια θανατική σιωπή γεμάτη ηλεκτρισμό και προσδοκία.

Τα πρώτα λόγια της Απολογίας δεν τα συνειδητοποιώ, χαμένος καθώς είμαι στις σκέψεις μου.
"Αλήθεια, άνδρες Αθηναίοι", τον ακούω να λέει κάποια στιγμή, "πόσοι θα τολμήσουν να πάνε κόντρα στη θέληση και την ανάγκη ενός πλούσιου και τόσο δυνατού επιχειρηματία όπως είναι ο Άνυτος; Επίσης κατανοώ την δυσκολία σας να βάλετε το κοχύλι σας στην υδρία της αθωότητας, όταν ένας απ' τους κατηγόρους μου είναι ο Λύκων, που τα τελευταία δύο χρόνια διευθύνει με επιτυχία, κατά την άποψη πολλών, την Πολιτιστική Επιτροπή της πόλης. Κι όταν είναι αυτός που αποφασίζει ποιος αξίζει και ποιος δεν αξίζει ως προς τα γράμματα και τις τέχνες. Δική μου γνώμη είναι πως οι σοφιστές ρήτορες που διδάσκουν ρητορική δεν ενδιαφέρονται για την αλήθεια και τη σοφία, αλλά μόνο για την επιρροή και τη δύναμη. Δεν ξέρω πόσοι θα συμφωνήσετε μαζί μου. Άλλωστε ο Λύκων είναι ένας άνθρωπος που δεν αμελεί την οικογένειά του τρέχοντας πίσω από ιδέες και οράματα, και ποτέ δεν αρνήθηκε κανένα απ' τα αξιώματα και τις δημόσιες θέσεις που του πρόσφερε το κράτος, όπως έχει αρνηθεί αυτός που τώρα σας μιλάει. Ύστερα, πώς είναι δυνατόν να αγνοηθούν οι κατηγορίες ενός ποιητή όπως είναι ο Μέλητος; Που είτε αξίζουν τα ποιήματά του είτε όχι - ας αποφανθεί ο Χρόνος γι’ αυτό - ο άνθρωπος αυτός μπορεί και πείθει πως είναι ποιητής. Πώς το κάνει; Μα αυτή είναι η τέχνη του: να πείθει. Και ναι μεν η δια της φήμης επικράτηση είναι ύβρις για κάποιους από μας, αλλά για κάποιους άλλους είναι ηδονή".

Γι’ αυτό σας λέω. Θα μπορούσα να μην έχω γνωρίσει την Αλκμήνη. Ή να την είχα αφήσει χήρα όταν το μαχαίρι ενός δούλου που ήθελε περισσότερα δικαιώματα απ’ όσα του άξιζαν πέρασε δίπλα από την καρωτίδα μου. Ή θα μπορούσα – αλήθεια το πιστεύω – να τα είχα καταφέρει να την κάνω να μ’ αγαπήσει. Γι’ αυτό σας λέω.  Η Ιστορία γράφεται από όσα δεν έγιναν.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(Το άλλο μου διήγημα που δημοσιεύτηκε φέτος το καλοκαίρι, με τίτλο "Γελούσα, γελούσα", μου το ζήτησε ο κ. Μισέλ Φάις, τον οποίο επίσης ευχαριστώ πολύ, για την Εφημερίδα των Συντακτών και μπορείτε να το διαβάσετε εδώ: https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/203591_geloysa-geloysa)


No comments:

Post a Comment