Thursday, June 22, 2017

Δεν είσαι εδώ – Νικ και Βάλια

Στις συναντήσεις μου με εφήβους, τον περασμένο χειμώνα στα Χανιά στα πλαίσια του μήνα εφηβείας των εκδόσεων Πατάκη, ένιωσα μεγάλη χαρά όταν είδα πόσα παιδιά είχαν διαβάσει κάποια ή και όλα από τα βιβλία της Τριλογίας της Κρήτης και ήθελαν να μου πουν πώς ένιωθαν γι’ αυτά.  Μια ερώτηση που μου έγινε και στα σχολεία που επισκέφθηκα και στην Δημοτική Βιβλιοθήκη είναι αν υπάρχει κάποιο βιβλίο μου που αγαπώ περισσότερο και αν υπάρχει κάποιο κομμάτι μέσα σε βιβλίο μου που αγαπώ περισσότερο. Και οι δύο ερωτήσεις είναι πολύ δύσκολες. Τουλάχιστον για την Τριλογία, έχω απάντηση για το αγαπημένο μου κομμάτι. Διευκρινίζω ότι είναι εκτός συναγωνισμού τα μικρά κομμάτια με τους δίδυμους Κρητίκαρους Σήφη και Ιορδάνη, τα οποία γελούσα πολύ όταν τα έγραφα και έχουμε ρίξει απίστευτο γέλιο και με τους εφήβους που τα έπαιξαν στο θεατρικό τους ανέβασμα στις παρουσιάσεις των βιβλίων στα Χανιά. Εξαιρουμένων αυτών των κομματιών λοιπόν, το αγαπημένο μου κομμάτι από την Τριλογία είναι η παρακάτω σκηνή από το «Δεν είσαι εδώ», όπου διαβάζουμε όσα σκέφτεται ο Νικ. Ελπίζω να άρεσε σε όσους την διάβασαν και να αρέσει σε όσους την διαβάζουν για πρώτη φορά.

Ίσως να τα αναρωτιέμαι πιο έντονα όλα αυτά, για να μην σκέφτομαι πως είμαι μόνος μου με την Βάλια μέσα στο αυτοκίνητο του μπαμπά. Είναι δέκα το βράδυ κι έχουμε παρκάρει στην διασταύρωση της Κύπρου με την ακτή Μιαούλη, εκεί που ξεκινά η μεγάλη σειρά με τις καφετέριες του Κουμ-Καπί που βρίσκονται πάνω από τη θάλασσα. Ο πατέρας μου μαζί με τους δίδυμους και την Μάρθα έχουν απλωθεί για να καλύψουν όλον τον χώρο γύρω από την Ανατολική Τάφρο, εδώ όπου μας έφερε η παρακολούθηση της Φουράκη. Η Βάλια προσφέρθηκε να τους ακολουθήσει, αλλά ο μπαμπάς της είπε να μείνει στο αμάξι. Της εξήγησε πως σύντομα μπορεί να καλέσει κι εμένα, μόλις εμφανιστεί ο Ευγένιος, και κάποιος πρέπει να μείνει στο αυτοκίνητο, σε περίπτωση που το χρειαστούμε επειγόντως. Πριν βγουν, ο Σήφης με τον Ιορδάνη μου έδωσαν ένα μικρό όπλο που το έδεσα στον αστράγαλό μου κι ένα Desert Eagle .50, ίσως το ισχυρότερο όπλο στον κόσμο, που μπορεί να διαλύσει οποιονδήποτε άνθρωπο φάει τη σφαίρα του. «Ακόμα και τον Ευγένιο», μου είπε ο Σήφης.
Δεν έχουμε καλέσει ακόμα τον Βακάκη, γιατί θα φερθεί ως γνήσιος μπάτσος και θα έρθει μαζί με άλλους μπάτσους. Και ο Ευγένιος δεν θα εμφανιστεί ποτέ. Ακόμα κι αν εμφανιστεί ο Ευγένιος και ο Βακάκης τον πιάσει, εμάς αυτό δεν μας ενδιαφέρει. Εμάς μας ενδιαφέρει ο Γιώργος. Που αν είναι ζωντανός, οι άνθρωποι του Ευγένιου μπορεί να τον σκοτώσουν ως αντίποινα. Έχουμε συμφωνήσει να καλέσει ο μπαμπάς ή οποιοσδήποτε άλλος από την ομάδα μας τον Βακάκη μόνο αν τα βρούμε πολύ σκούρα. Ή αν έχουμε ξεκάθαρη ένδειξη για το πού βρίσκεται ο Γιώργος.
Ωραία. Εξαιρετικά. Τι άλλο μπορώ να σκεφτώ, για να μην την κοιτάξω; Δεν της έχω ρίξει ούτε βλέμμα, από την ώρα που έφυγαν οι υπόλοιποι.
-        Έχω διαβάσει γι’ αυτό το τεστ, μου λέει η Βάλια.
Δεν καταλαβαίνω τι μου λέει. Τεστ;
Δεν μου έχει λείψει η φωνή σου. Δεν μου έχει λείψει, απλώς, η φωνή σου. Δεν πέρασα μήνες χτυπώντας με γροθιές το κεφάλι μου όταν θυμόμουν στιγμές, όταν άκουγα το γέλιο σου στο κρεβάτι μου σαν να μην είχε φύγει για πάντα.
Πρέπει να βγω από αυτό το αυτοκίνητο. Η φωνή της, σε τόση απόσταση, χωρίς ανθρώπους τριγύρω είναι σκοτάδι που θα με καταπιεί.
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ’ ο έρωτας κάθετα
και ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ
Τι τύχη, να μην απαντηθούν ποτέ. Τι απίστευτη τύχη, για όσους γλίτωσαν αυτή τη συνάντηση.
-        Λέγεται το τεστ της σοκολάτας. Δίνουν σε παιδιά την ευκαιρία να αρνηθούν να πάρουν μια μικρή σοκολάτα, με αντάλλαγμα να πάρουν δύο σοκολάτες σε λίγα λεπτά, δεν τους λένε σε πόσα ακριβώς.
Το ακούω στην φωνή της ότι βουρκώνει. Σκοτάδι. Μην το αφήσω να με καταπιεί. Τα δάκρυά της. Να τα πιω. Πόσο θέλω. Έχω το αριστερό μου χέρι στο τιμόνι. Βάζω και το δεξί. Το κρατάω γερά. Μπήγω τα νύχια μου μέσα του. Κοιτάζω έξω. Να εμφανιστεί, λέει, μπροστά μας ο Ευγένιος τώρα μ’ ένα αυτόματο. Λύτρωση.
-        Το κάνουν για να δουν ποια παιδιά έχουν αυτοσυγκράτηση. Το έκαναν πρώτη φορά πριν πάρα πολλά χρόνια, και μετά από δεκαετίες τα παιδιά που είχαν δείξει μεγαλύτερο αυτοέλεγχο αποδείχτηκε ότι στο σχολείο ήταν καλύτεροι μαθητές, έκαναν σημαντικότερα πράγματα στην δουλειά τους και έζησαν πιο υγιεινά από τα παιδιά που όρμησαν στην σοκολάτα.
Δεν λέω τίποτα. Δεν την κοιτάζω. Αν δεν την κοιτάζω, μπορεί να σταματήσει.
-        Ε, ο Γιώργος ήταν το παιδί που δεν μπορούσε να περιμένει. Από μικρός. Δεν είχε καθόλου υπομονή, λέει, και δεν προσπαθεί πια να κρύψει τα δάκρυά της.
Γυρίζω και την κοιτάζω, για πρώτη φορά απόψε.
-        Δεν θα ξαναμιλήσεις γι’ αυτόν στον αόριστο. Δεν θα ξαναπείς «ήταν», της λέω.
Κάθε αυτοκίνητο που περνάει δίπλα μας, κινούμενο προς τα πάνω, προς το μεγάλο ξενοδοχείο και το παλιό σινεμά της Ρεγγίνας, φωτίζει την φιγούρα της Αντιγόνης Φουράκη που περιμένει τον Ευγένιο στο πάρκινγκ.
-        Η κοπέλα που είστε μαζί… είναι πολύ όμορφη, μου λέει η Βάλια, σαν να μην της μίλησα.
Ο μπαμπάς, οι δίδυμοι και η Μάρθα παριστάνουν ότι βολτάρουν, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να κινηθείς σε αυτή την περιοχή χωρίς να δώσεις στόχο. Αναρωτιέμαι από πού θα έρθει ο Ευγένιος.
-        Χαίρομαι που είσαι με κάποια. Ελπίζω να της εξήγησες ότι είμαι απλώς η αδερφή του Γιώργου, μου λέει.
Ίσως πρέπει να καλέσω ξανά την Ρέα, να δω αν έχει μάθει κάτι και γι’ αυτό δεν είναι μαζί μας.
-        Είναι πολύ σημαντικό για μένα να είσαι καλά.
Κάποιος πήρε τηλέφωνο την Ρέα και έφυγε τρεχάτη από το σπίτι μου. Πρέπει να έμαθε κάτι σημαντικό, σίγουρα πρέπει να της τηλεφωνήσω, ναι, αυτό θα κάνω.
-        Μετά το να σώσουμε τον Γιώργο, είναι ίσως το πιο σημαντικό πράγμα στην ζωή μου.
Έφευγες στην Αθήνα και δεν ζούσα. Έφευγα κι εγώ μαζί σου. Το σώμα μου που έμενε εδώ δεν σήμαινε τίποτα. Έφευγα. Επέστρεφα όταν επέστρεφες. Τα βιβλία μου επέτρεπαν ίσα-ίσα να αναπνέω. Ζωή μου. Εσύ. Μου την πήρες. Χτυπάει το τηλέφωνό μου. Το πιάνω αμέσως, σαν σκοινί που μου πέταξε κάποιος την στιγμή που πέφτω στον γκρεμό. Είναι ο μπαμπάς.
-        Εμφανίστηκε μόλις. Tην πλησιάζει, μου λέει, ψιθυριστά.
Εγώ δεν μπορώ να τον δω ακόμα. Έχει πολύ σκοτάδι από εδώ που βρίσκομαι.
-        Από ποιο δρόμο ήρθε; τον ρωτάω για να προσανατολιστώ, να δω πώς πρέπει να κινηθώ.
Την απάντησή του δεν την περίμενα με τίποτα.
-        Βγήκε μέσα από το τείχος, μου λέει.


No comments:

Post a Comment