Το τελευταίο διήγημα του Ρέιμοντ
Τσάντλερ με πρωταγωνιστή τον θρυλικό ντετέκτιβ του, Φίλιπ Μάρλοου, έχει τίτλο
«Το μολύβι». Σε μια στιχομυθία, μέσα στο διήγημα, ανάμεσα στον Μάρλοου και την
γυναίκα που τον ενδιαφέρει ερωτικά, εκείνη τον ρωτάει αν δεν φοβάται και ο
Μάρλοου απαντάει: «Φοβάμαι. Αλλά δεν αφήνω τον φόβο να με παραλύσει».
Ας κρατήσουμε για λίγο αυτή την ατάκα
στο πίσω μέρος του μυαλού μας, κι ας κοιτάξουμε έξω από τα χάλια της Ελλάδας,
για να παρατηρήσουμε τα χάλια των γύρω μας. Στην Αυστρία το συντηρητικό κόμμα
αποφάσισε χωρίς καμία ντροπή να κάνει κυβέρνηση με το ακροδεξιό κόμμα, και το
πρώτο μέτρο στο οποίο συμφώνησαν είναι η επαναφορά του καπνίσματος σε μπαρ και
εστιατόρια! – αυτό ήταν το πρώτο που ζήτησαν οι ακροδεξιοί της Αυστρίας και
αμέσως το αίτημά τους έγινε δεκτό, σε μια χώρα που περηφανευόταν ως σήμερα για
τον πολιτισμό της.
Στην Αγγλία τα έχουν απολύτως χαμένα για
το πώς θα διαχειριστούν το Brexit
γι’ αυτό το έχουν γυρίσει στην ενασχόληση με τον γάμο του νεότερου πρίγκιπα,
για να ξεφεύγει το μυαλό των ανθρώπων.
Στην Σουηδία για πρώτη φορά μετά από
χρόνια φαίνεται να υπάρχει πρόβλημα με την οικονομία, στην Ισπανία υπάρχει βαθύ
χάσμα λόγω Καταλονίας, η Τουρκία έχει τόσα προβλήματα που δεν ξέρει ποιο να
πρωτοπιάσει, στις ΗΠΑ η δημοτικότητα του Τραμπ βυθίζεται σε πρωτόγνωρα χαμηλά
ποσοστά για τόσο φρέσκο πρόεδρο αλλά αυτός συνεχίζει να κυβερνά σαν να
βρίσκεται σε τραγικού επιπέδου ριάλιτι σόου.
Η φτώχεια σε πολλές χώρες της Ασίας
παραμένει δραματική, η Βόρειος Αφρική φλέγεται και σε άλλα χαρούμενα νέα, η παγκόσμια
οικονομία εκτιμάται ότι θα έχει ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα το 2018 και οι
πολιτικοί στις περισσότερες χώρες ψηφίζονται παρόλο που ο κόσμος δηλώνει πως
τους απεχθάνεται.
Η ερώτηση που λογικά προκύπτει είναι:
«γιατί συμβαίνουν όλα αυτά, παντού στον κόσμο;»
Πιστεύω πως η απάντηση κρύβεται σε μια
πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που είχε πάρει ένας αμερικάνος δημοσιογράφος πριν
τις περυσινές προεδρικές εκλογές. Είχε πάει στα σπίτια ανθρώπων σε μικρές
πόλεις των ΗΠΑ, οι οποίοι δήλωναν πως θα ψήφιζαν Τραμπ. Δεν
ένιωθαν, προφανώς, να ταυτίζονται με τον Τραμπ ως άνθρωπο ούτε παραδέχονταν ως
σωστές τις συμπεριφορές του. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν ότι τους έταζε, με
τον λαϊκίστικο τρόπο του, δουλειές. Το παράπονό τους ήταν ότι, στην γενιά των
πατεράδων τους, κάποιος που γεννιόταν στην μικρή πόλη τους ήξερε πως θα
μπορούσε μόλις τελείωνε το σχολείο να μπει σε μια βιομηχανία ή βιοτεχνία να
δουλέψει εκεί ως εργάτης σε όλη του τη ζωή, να πάρει μια σύνταξη και να είναι
εξασφαλισμένος. Αυτό πια δεν υπάρχει και οι πολίτες κατηγορούν, σε όλο τον
κόσμο, «το σύστημα» που φταίει και χάνουν τις δουλειές τους.
Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι «το σύστημα»
γενικώς και αορίστως. Είναι ένας συνδυασμός δύο πραγμάτων. Το ένα είναι η
απληστία των επιχειρήσεων για όλο και περισσότερα κέρδη, η οποία οδηγεί
σωρηδόν δουλειές σε χώρες με πολύ φτηνά εργατικά χέρια. Το δεύτερο είναι ότι η
τεχνολογία καταργεί ήδη και θα συνεχίσει να καταργεί με όλο και πιο γρήγορους
ρυθμούς τις δουλειές που δεν απαιτούν πολύ μεγάλη ειδίκευση. Τα ρομπότ και άλλα
μηχανήματα θα φθάσουν μέσα στις επόμενες λίγες δεκαετίες (αν όχι μέσα στα
επόμενα λίγα χρόνια) να κάνουν πολύ πιο γρήγορα, με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια –
και πιο φθηνά – όλα όσα μπορούν να κάνουν οι εργάτες σε ένα εργοστάσιο.
Το πρόβλημα είναι ότι η τεχνολογία
τρέχει πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο μπορεί να συλλάβει το μυαλό των περισσότερων
ανθρώπων και επειδή οδηγεί σε τεράστια κέρδη θα αναγκάσει τις επόμενες ανθρώπινες γενιές είτε να πιεσθούν τρομερά ώστε να έχουν πολύ εξειδικευμένη γνώση (για
να μην κινδυνεύει η δουλειά τους) είτε να ζήσουν πολύ φτωχά. Για όσους
επιλέξουν την πρώτη λύση, το πιθανότερο είναι να νιώσουν όσο κι αν προσπαθούν
ότι δεν καταφέρνουν να ανταπεξέλθουν στο απαιτούμενο επίπεδο, αφού ταυτόχρονα
θα εξελίσσονται διαρκώς και τα ρομπότ-ανταγωνιστές τους. Έτσι, είναι πολύ πιθανόν μέσα
στην απελπισία τους να δεχτούν να βάζουν στο σώμα και στο μυαλό τους μηχανικά
εμφυτεύματα που θα βελτιώνουν την απόδοσή τους. Σε αυτούς θα προστεθούν κάποιοι
που δεν θα το κάνουν από απελπισία, αλλά από φιλοδοξία να γίνουν υπεράνθρωποι. Σε αυτούς θα προστεθούν και παρανοϊκοί κυβερνήτες που θα θέλουν ανθρώπους-ρομπότ για να κυριαρχήσουν στρατιωτικά στον κόσμο. Τα cyborgs
ήταν επιστημονική φαντασία όταν τα συνέλαβαν ανθρώπινα μυαλά ως ιδέα το 1960,
αλλά μέσα στον 21ο αιώνα δεν θα είναι πια.
Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά σπουδαία
μυαλά, επιστήμονες και επιχειρηματίες, προειδοποιούν ότι η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη
της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να οδηγήσει την ανθρωπότητα στην καταστροφή.
Γι’ αυτό λοιπόν ψηφίζονται άνθρωποι που
τα κάνουν τόσο πολύ μαντάρα, παγκοσμίως. Επειδή το αιώνιο πρόβλημα του λαϊκισμού
έχει πια αποκτήσει αδερφάκι: τον φόβο πολλών ανθρώπων ότι δεν θα τα βγάλουν
πέρα στο μέλλον, την αίσθηση ότι χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Και ψάχνουν
κάποιον που θα τους πει, έστω και ψέματα, ότι θα κρατήσει το έδαφος που ήξεραν
σταθερό.
Η λύση είναι αυτή που έγραψε ο παππούς
Ρέιμοντ. Να φοβάσαι αλλά να μην αφήνεις τον φόβο να σε παραλύσει. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, να μην
ψηφίσεις εκείνους που τάζουν να κρατήσουν το ανύπαρκτο πια έδαφος κάτω από τα πόδια σου,
αλλά εκείνους που έχουν τα κότσια και τις γνώσεις να δημιουργήσουν ένα
καινούργιο στέρεο έδαφος για να σταθείς.
No comments:
Post a Comment