Πριν συνεχίσω το χθεσινό κείμενο, να κάνω μια μικρή
παρένθεση. Χαίρομαι ιδιαίτερα που ο κ. Λυκούργος Λιαρόπουλος παραιτήθηκε μέσα
σε μια μέρα από το Ποτάμι (όπως θα χαιρόμουν αν έφευγε και από οποιοδήποτε άλλο
κόμμα). Το σχόλιο του, «Γερούν, γερά! Σπασ’ του τον τσαμπουκά» για τον «καυγά»
Ντάισελμπλουμ-Βαρουφάκη ήταν ότι ανθελληνικότερο έχω διαβάσει εδώ και χρόνια. Όποια
κι αν είναι η άποψή σου για τον Έλληνα υπουργό οικονομικών και τις ικανότητές του,
είναι δυνατόν να υποστηρίζεις τον Ντάισελμπλουμ; Και μετά την παραίτησή σου
ουσιαστικά να επιμένεις ότι έχεις δίκιο στο σχόλιό σου; Φαντάζομαι ότι όταν
βλέπει την Εθνική Ελλάδος στο ποδόσφαιρο να παίζει με ανώτερο αντίπαλο, ο
κύριος Λιαρόπουλος πανηγυρίζει τα γκολ των αντιπάλων ώστε «να μας μάθουν
επιτέλους μπάλα». Κλείνω την παρένθεση.
Έλεγα λοιπόν, εχθές, ότι καλώς έφυγε η προηγούμενη
κυβέρνηση και καλώς φαίνεται να προσπαθεί να εφαρμόσει όσα υποσχέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ,
όπου κι αν μας βγάλει αυτή η προσπάθεια – γιατί γι’ αυτό ψηφίστηκε, και αυτό
επιβάλλει η δημοκρατία.
Όμως η χώρα δεν είναι μόνο η οικονομία της. Γιατί, ας
πούμε ότι τα καταφέρνει ο ΣΥΡΙΖΑ στο μάξιμουμ των οικονομικών του στόχων. Ας
πούμε ότι αύριο το πρωί μας διέγραφαν το 70% του χρέους και το υπόλοιπο μας έλεγαν
πως θα το πληρώσουμε μόνο αν έχουμε ανάπτυξη, αλλιώς δεν θα χρειαζόταν να
πληρώσουμε δεκάρα. Ας πούμε ότι αύριο το πρωί η Ελλάδα θα γινόταν ξανά μια χώρα
με υλική αφθονία. Ε, και; λέω εγώ. Υλική αφθονία είχαμε και πριν την κρίση.
Κοιτούσατε γύρω σας και ήσασταν ευχαριστημένοι από αυτό που βλέπατε; Από τις
συμπεριφορές των ανθρώπων γύρω σας; Από τα σχολεία και τα πανεπιστήμιά μας; Από
τις δημόσιες υπηρεσίες μας; Φαντάζομαι πως όχι. Και γι’ αυτό έγραψα χθες ότι
ετοιμάζεται να συμβεί κατά την γνώμη μου στην χώρα ένα έγκλημα, από την νέα
κυβέρνηση. Διότι εκτός από την οικονομία, η νέα κυβέρνηση έχει πρόγραμμα και
για την παιδεία, και για την δημόσια διοίκηση. Πρόγραμμα που μπορεί να το
υλοποιήσει χωρίς οικονομικό κόστος, και γι’ αυτό θα το υλοποιήσει γρήγορα – ενώ
αντίθετα οι αυξήσεις και οι κάθε είδους παροχές θα αργήσουν και θα εξαρτηθούν
από το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης.
Αυτό το πρόγραμμα, του ΣΥΡΙΖΑ, για την παιδεία και
την δημόσια διοίκηση, περιέχει μεν κάποιες σωστές ιδέες (π.χ. κατάργηση
εξετάσεων στην πρώτη και στην δευτέρα λυκείου που θα προσμετρούν για την είσοδο
στο πανεπιστήμιο) αλλά περιέχει και τόσες πολλές που θα οδηγήσουν σε
εγκληματικό πισωγύρισμα την χώρα, στις πιο σκοτεινές στιγμές του ΠΑΣΟΚ, και θα
σβήσουν, φοβάμαι, κάθε ελπίδα για να σηκώσει ηθικά και πνευματικά κεφάλι η
χώρα, για τα επόμενα πολλά χρόνια.
Θέμα πρώτον, τα πανεπιστήμια. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δηλώσει
πως θα καταργήσει τον νόμο
Διαμαντοπούλου, έναν νόμο που είναι μεν προβληματικός σε συγκεκριμένα σημεία
του, αλλά που έκανε την πιο αναγκαία αλλαγή στο ελληνικό πανεπιστήμιο: οι
συνδικαλιστές φοιτητές και οι υπάλληλοι των πανεπιστημίων σταμάτησαν να
εκλέγουν τους πρυτάνεις. Φανταστείτε ένα πανεπιστήμιο όπου ο πρύτανης είναι σε
ανοιχτή γραμμή με τον κάθε κομματικό νεολαίο, για να πάρει εντολές ο πρύτανης
από τον νεολαίο και τους κομματικούς καθοδηγητές του νεολαίου για το τι πρέπει
να γίνει στο πανεπιστήμιο. Φανταστείτε ακόμα ότι οι υπάλληλοι ψηφίζουν ποιος
πρύτανης θα τους διοικεί, οπότε όποιος υποψήφιος τάζει στους υπαλλήλους
μεγαλύτερη ελαστικότητα και μετακινήσεις σε επιθυμητά πόστα, εκλέγεται με
άνεση. Φοβερή ιδέα, τα παραπάνω; Ε, αυτό το πανεπιστήμιο είναι το πανεπιστήμιο
στο οποίο ζούσαμε από το 1982 (με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις πρυτάνεων μέσα
στην τριακονταετία, σε όλη την Ελλάδα). Το πανεπιστήμιο με τους συνδικαλιστές
φοιτητές όλων των κομμάτων να είναι κράτος εν κράτει, μαζί βέβαια με τους
πρυτάνεις που χάιδευαν και αυτούς και τους υπαλλήλους (καλούς και τεμπέληδες,
αφού και οι τεμπέληδες είχαν ψήφο). Έτσι ανανεώνονταν οι κομματικοί στρατοί,
χάνονταν εβδομάδες μαθημάτων λόγω καταλήψεων, οι πανεπιστημιακές σπουδές είχαν
εξευτελιστεί («το θέμα είναι να μπεις, άμα μπεις, κάποτε θα βγεις» είχε μάθει η
ελληνική κοινωνία), λεφτά για τα πανεπιστήμια έρρεαν άφθονα χωρίς ουσιώδη
έλεγχο για το τι αποτέλεσμα φέρνουν και όλοι ήταν ευχαριστημένοι, με εξαίρεση
κάποιους άθλιους αντιδραστικούς ξένους που στις αξιολογήσεις των πανεπιστημίων έβαζαν
τα δικά μας πανεπιστήμια στον πάτο, ή συχνότερα δεν τα ανέφεραν πουθενά – δεν
υπήρχαμε καν στον χάρτη. Αν αυτό το σύστημα, που το κατάργησε ο νόμος
Διαμαντοπούλου, το επαναφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ με οποιαδήποτε μορφή, τότε τα
πανεπιστήμιά μας θα τραβήξουν ξανά προς την δόξα (του πάτου).
Μια άλλη υπόσχεση της νέας κυβέρνησης που ήδη
υλοποιείται είναι η επαναφορά του «θεσμού» των αιώνιων φοιτητών. Εδώ χρειάζεται
μια σύντομη εξήγηση, επειδή αρκετοί φοιτητές και οι οικογένειές τους πιστεύουν
πως όσοι είναι ενάντια στην δυνατότητα «αιώνιων» σπουδών είναι απλώς κάποιοι
κακιασμένοι τύποι. «Τι κοστίζει ο αιώνιος φοιτητής; Δεν επιβαρύνει κανέναν»
ρωτάει ο φοιτητής, σαν να λέει «γιατί είστε τόσο κακοί μαζί μου;». Ο αιώνιος
φοιτητής λοιπόν κοστίζει, και μάλιστα
σε δύο επίπεδα. Κοστίζει, αρχικά, επειδή στην αρχή κάθε εξαμήνου, σε κάθε
μάθημα υπάρχει ένας αριθμός εγγεγραμμένων φοιτητών. Βάσει του αριθμού αυτού,
πρέπει να προσληφθούν βοηθοί για το μάθημα και τα εργαστήρια (όπου υπάρχουν).
Αν ο αριθμός των φοιτητών είναι 400 άτομα ο αριθμός όσων πρέπει να προσληφθούν
είναι πολύ διαφορετικός από το αν είναι 100 άτομα. Αυτό σημαίνει, δυνητικά,
πολλές χαμένες ώρες εργασίας για το προσωπικό που θα προσληφθεί, δηλαδή
πεταμένα λεφτά των φορολογούμενων, και χαμένες ώρες στις οποίες δεσμεύονται τα
εργαστήρια χωρίς να υπάρχει λόγος αντί να αξιοποιούνται από ανθρώπους που τα
έχουν ανάγκη. Επίσης, και αυτό είναι απείρως σημαντικότερο από το οικονομικό
κόστος, το πανεπιστήμιο που δέχεται την ύπαρξη αιώνιων φοιτητών κοροϊδεύει τους
φοιτητές του. Γιατί, με εξαίρεση ένα μικρό μέρος των θεωρητικών επιστημών, σε
όλες τις υπόλοιπες το γνωστικό αντικείμενο αλλάζει διαρκώς. Οπότε, κάποιος που
παίρνει πτυχίο μετά από 10, 12 ή 15 χρόνια σπουδών έχει έναν «αχταρμά» γνώσεων
που δεν μπορούν να συνδυαστούν (ακόμα κι αν θυμάται τι είχε μάθει πριν τόσα
χρόνια) ώστε να οδηγούν σε μια συνολική αντίληψη του φοιτητή γύρω από την
επιστήμη του. Ο φοιτητής δεν παίρνει πτυχίο που πιστοποιεί ότι κατέχει την
επιστήμη του – παίρνει ένα κουρελόχαρτο, ως ηθική ανταμοιβή για τα χρόνια που
επένδυσε. Ε, αν είναι να πάρει κουρελόχαρτο, ας του το δίνουμε από το πρώτο
έτος, να μην τρώει και τα νιάτα του τζάμπα.
Για να μην αφήσει όμως παραπονεμένα και τα δημοτικά,
τα γυμνάσια και τα λύκεια, η νέα κυβέρνηση ανακοίνωσε δια του αναπληρωτή υπουργού
Παιδείας κ. Κουράκη (είχα γράψει γι’ αυτόν εδώ:
http://polyk.blogspot.gr/2014/11/blog-post_10.html)
ότι κάθε αξιολόγηση εκπαιδευτικών καταργείται προς το παρόν και όταν γίνει θα
έχει απλώς χαρακτήρα επισήμανσης αδυναμιών, χωρίς κανέναν «τιμωρητικό»
χαρακτήρα. Την αντίστοιχη δήλωση έκανε στους συνδικαλιστές της ΑΔΕΔΥ και ο αναπληρωτής
υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Κατρούγκαλος,
θυμάστε, αυτός που είχε κάνει την περιβόητη
δήλωση πως υπάρχει «καλή και κακή βία» (ανάλογα με το αν αρέσει στον ίδιο,
προφανώς), και πως όλοι οι δοσίλογοι και μαυραγορίτες ήταν δεξιοί στην κατοχή,
και όλοι οι αγωνιστές ήταν αριστεροί. Συγκεκριμένα, ο κ. Κατρούγκαλος
«δεσμεύτηκε ότι η όποια αξιολόγηση των υπαλλήλων στο μέλλον δεν θα συνδέεται με
τη μισθολογική εξέλιξη, ούτε με δεξαμενές απολύσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχουν
κίνητρα για τους άριστους δημόσιους λειτουργούς».
Με άλλα λόγια, όσο κι αν δουλεύεις στο δημόσιο (σε
σχολείο ή υπηρεσία), θα παίρνεις τα ίδια λεφτά με τον διπλανό σου που μπορεί να
κοπρίζει. Και αν ποτέ αξιολογηθείτε και οι δύο, εσένα θα σου δώσουμε έναν
έπαινο για να τον κορνιζώσεις, ενώ στον άλλο θα δώσουμε στοργή και προδέρμ για
να καταλάβουμε τι είναι αυτό που τον εμποδίζει να σηκώσει τον ποπό του πιο
όρθιο στην καρέκλα και να βγάλει λίγη δουλειά.
Να εξηγήσω εδώ ότι η αξιολόγηση που πήγε να επιβάλλει
η προηγούμενη κυβέρνηση ήταν άθλια επινοημένη. Αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι
άλλοθι για την νέα κυβέρνηση για να εξαφανίσει κάθε αίσθηση δικαίου από το
δημόσιο. Αξιολόγηση υπάρχει παντού στον κόσμο – η πρωτοτυπία μας, να την
αρνούμαστε ή να την φοβόμαστε, οδηγεί με ακρίβεια στο κενό.