Η εβδομάδα που
πέρασε ήταν γεμάτη κόμπλεξ. Ξεχείλιζαν, σε σημείο που ο βομβαρδισμός έμοιαζε
ανελέητος. Τα πιο ξεχωριστά παραδείγματα αφορούσαν στην τηλεόραση, στο
ποδόσφαιρο και στα κατειλημμένα σχολεία και πανεπιστήμια.
Ξεκινώντας από
το μέτωπο των πιο ελαφρών ειδήσεων, την περασμένη εβδομάδα υπήρξε ένας
καταιγισμός πυρών, από έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, εναντίον μιας νεαρής
παρουσιάστριας μεσημεριανού μαγκαζίνο του Alpha. Αντίστοιχα σχόλια από τηλεκριτικούς διαβάζω κατά
διαστήματα και για διάφορους άλλους παρουσιαστές. Δύο ερωτήματα που πάντα είχα
και εξακολουθώ να έχω είναι τα εξής: 1) τι σημαίνει «επάγγελμα τηλεκριτικός»;
Σε πληρώνουν δηλαδή για να βλέπεις τηλεόραση και να λες στον κόσμο τι πρέπει να
δει βάσει του προσωπικού σου γούστου; Ωραία ακούγεται αυτή η δουλειά, μα την
αρκούδα! (ελπίζω να έχετε διαβάσει «Μπλεκ» ώστε να θυμάστε αυτή την κλασική του
ατάκα). Σοβαρά τώρα, απ’ όλα τα είδη τέχνης (σινεμά, θέατρο, βιβλίο, εικαστικές
τέχνες, τηλεόραση) αν σε ένα είδος δεν υπάρχει ανάγκη κριτικού αυτό είναι η
τηλεόραση (μπορούμε να συζητήσουμε αν υπάρχει ανάγκη κριτικού στα υπόλοιπα).
Γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος βλέπει συνήθως από παιδί καθημερινά τηλεόραση, έχει
πολύ μεγάλη τριβή με το συγκεκριμένο είδος τέχνης ή ψυχαγωγίας. Καθένας από μας
έχει πλήρη, ξεκάθαρη αντίληψη για το τι του αρέσει και τι όχι στην τηλεόραση, μπορεί
να το συγκρίνει με τις αναμνήσεις του από παλιότερες τηλεοπτικές εποχές, μπορεί
να εκφράσει το τι θα προτιμούσε να βλέπει. Ο κριτικός είναι τελείως περιττός,
μοιάζει να είναι απλώς κάποιος πολύ μάγκας καταφερτζής που έπεισε τον ιδιοκτήτη
ενός εντύπου ή site να τον αφήσει να βγαίνει να τα «χώνει», και να πληρώνεται κι
από πάνω. Όμως ο τηλεκριτικός «τα χώνει» σε ανθρώπους που δουλεύουν και
παράγουν ένα προϊόν, ενώ ο ίδιος κάθεται απέναντι, αραχτός, και σχολιάζει.
Αυτό, για μένα, δεν είναι δουλειά. 2) Αν υποθέσουμε ότι είσαι τόσο μάγκας
καταφερτζής και έχεις αναλάβει στήλη τηλεκριτικής, πόσο σπουδαίος είσαι στ’
αλήθεια όταν επιλέγεις να επιτίθεσαι στους πιο αδύναμους από όλους τους τηλεπαρουσιαστές;
Αν έχεις την εξουσία να γράφεις σε ένα δημοφιλές μέσο (περιοδικό, εφημερίδα, site) να έχεις και τα κότσια
να τα βάλεις με τα «μεγάλα ονόματα» της τηλεόρασης, με τους ανθρώπους που
μπορεί να σηκώσουν το τηλέφωνο και να ζητήσουν από τον διευθυντή σου να σε
απολύσει. Όχι να επιτίθεσαι στην κάθε πιτσιρίκα που προσπαθεί με επιτυχία ή με
απόλυτη αποτυχία να παραγάγει κάτι ψυχαγωγικό, την στιγμή που εσύ κάθεσαι στην
πολυθρόνα σου και την βλέπεις. Στο κάτω-κάτω, αν είναι τόσο ασήμαντη όσο θες να
την παρουσιάζεις, γιατί ασχολείσαι μαζί της; Στην ίδια κοπέλα «την έπεσε» και ο
σκηνοθέτης Νίκος Μαστοράκης, προφανώς στην προσπάθειά του να κάνει ντόρο γύρω
από την καινούργια βερσιόν της εκπομπής του «Αργά» που παίζει σε έναν μικρό
τηλεοπτικό σταθμό. Έχεις 2,5 φορές τα χρόνια της, έχεις 50 χρόνια καριέρας, και
ειρωνεύεσαι την πιτσιρίκα; Βάλε τα με κανέναν στα κυβικά σου.
Λίγο «βαρύτερο»
είναι το θέμα της εθνικής ποδοσφαίρου. Όπου η διοίκηση της ΕΠΟ έβγαλε όλα τα
κόμπλεξ κατωτερότητάς της προσλαμβάνοντας έναν προπονητή πολύ περισσότερο
διάσημο για τις τρανταχτές του αποτυχίες παρά για τις λίγες επιτυχίες του, μόνο
και μόνο επειδή το όνομά του ήταν γνωστό. Σαν να μην έφτανε αυτό, του πρόσφερε
ένα τεράστιο συμβόλαιο και δεν έβαλε καμία ρήτρα αποτυχίας, ώστε να μπορεί να
τον διώξει. Ο κ. Ρανιέρι διέλυσε μέσα σε λίγους μήνες ότι είχε φτιαχτεί εδώ και
10 χρόνια στην εθνική ομάδα ποδοσφαίρου, την οδήγησε στην μεγαλύτερη ταπείνωση της
ιστορίας της με την ήττα από τα νησιά Φερόες, και δείχνοντας το κόμπλεξ
ανωτερότητάς του απέναντι στους «ιθαγενείς» Έλληνες αρνήθηκε να παραιτηθεί,
αναγκάζοντας την ΕΠΟ να τον διώξει και να του «σκάσει» ως αποζημίωση 500
χιλιάδες Ευρώ. Μετά από αυτά τα ωραία, ο πρόεδρος της ΕΠΟ αποφάσισε να
εμφανίσει το γνωστό ελληνικό κόμπλεξ «θέλω να είμαι πρόεδρος» και αρνήθηκε και αυτός
να παραιτηθεί, ωσάν να μην έχει συμβεί τίποτα.
Και καταλήγω στο
σημαντικότερο θέμα των ημερών, αυτό των καταλήψεων στα σχολεία και της βίας που
εμφανίστηκε στα πανεπιστήμια, με αστυνομικούς εναντίον φοιτητών.
Πρέπει κάποτε να
πούμε την αλήθεια στους εαυτούς μας. Και η αλήθεια είναι ότι είμαστε μια
κοινωνία μπαχαλάκηδων. Δεν είναι μπαχαλάκηδες οι μαθητές και οι φοιτητές που
κάνουν καταλήψεις, και δεν φταίνε αυτοί, όπως θα εξηγήσω παρακάτω. Όλοι εμείς
είμαστε μπαχαλάκηδες, ως κοινωνία – όταν λέω «όλοι», εννοώ η πλειοψηφία, που
καθορίζει το τι συμβαίνει. Έχουν περάσει 41 χρόνια από το Πολυτεχνείο και
εξακολουθούμε να δημιουργούμε γενιές που ζουν με το παραμύθιασμα ότι πρέπει κι
αυτές να δείξουν πόσο επαναστατικές είναι κλείνοντας τα σχολεία και τα
πανεπιστήμια. Έχω να σας πω ένα νέο: το Πολυτεχνείο του ‘73 αποτελεί μνημείο
ηρωισμού επειδή τότε είχαμε χούντα. Και το αποτέλεσμα εκείνου του αγώνα, μαζί
με τα γεγονότα που ακολούθησαν στην Κύπρο, ήταν να πέσει η χούντα και εδώ και 4
δεκαετίες να έχουμε πραγματική δημοκρατία. Και μην ακούσω τα παραμύθια ότι «χούντα
έχουμε και τώρα». Αυτά τα λένε όσοι θέλουν να τα σπάνε, επειδή δεν τους αρέσει
η βούληση της πλειοψηφίας όπως εκφράζεται στις εκλογές. Κι εμένα δεν μου
αρέσει, αλλά δεν θέλω να τα σπάω και δεν λέω ψέματα στον εαυτό μου πως με
κυβερνάει χούντα ώστε να μου δίνω άλλοθι για να κάνω ότι μου καπνίσει.
Θα μου πείτε: «δεν
υπάρχουν τεράστια προβλήματα στην Παιδεία;». Θα σας πω ναι. Και στην Παιδεία,
και στην Υγεία, και παντού. Αλλά όπως όλοι ξέρουμε, εδώ και 23 χρόνια, από το
1991, τα σχολεία μας είναι ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ ΚΑΤΕΙΛΗΜΜΕΝΑ. Έχουμε συνείδηση για το
μέγεθος αυτού του ρεζιλικιού; Μας απασχολεί ότι τα σχολεία ήταν κατειλημμένα
και τις εποχές των «χρυσών αγελάδων»; Φυσικά υπήρχαν προβλήματα και τότε, πολύ
μικρότερα όμως από τα σημερινά. Αλλά πάντα τα κλείνουμε τα σχολεία. Όχι τα παιδιά.
Εμείς τα κλείνουμε. Οι γονείς, που ξεκίνησαν από το ’91 και μετά να υποθάλπουν τις καταλήψεις,
άλλοι επειδή ήθελαν να πέσει η εκάστοτε κυβέρνηση και χρησιμοποιούσαν τα παιδιά
τους γι’ αυτόν τον σκοπό, άλλοι επειδή κουβαλούσαν το αριστερό κόμπλεξ της επανάστασης
και ήθελαν να γίνουν και τα παιδιά τους επαναστάτες, άλλοι επειδή κουβαλούσαν
το δεξιό κόμπλεξ του φόβου μην τους πει φασίστες ή υπερσυντηρητικούς το παιδί
και χάσουν την επαφή μαζί του κοντράροντάς το. Οπότε, όλοι άφηναν ή έσπρωχναν
το παιδί να κλείνει το σχολείο. Δηλαδή, βίαζαν το μήνυμα του Πολυτεχνείου του ’73.
Τότε, οι φοιτητές ήταν διατεθειμένοι και να πεθάνουν για να υπάρχει δημοκρατία,
ελεύθερη διακίνηση ιδεών. Τώρα, που την αποκτήσαμε, βρίσκουμε λόγους για να
βάζουμε λουκέτο μόνοι μας στα σχολεία, και μετά βέβαια και στα πανεπιστήμια,
αφού όποιος μάθει από τα 12 να βάζει λουκέτο στο σχολείο του θεωρεί δεδομένο
ότι θα συμβεί το ίδιο και στο πανεπιστήμιο.
Είμαστε
μπαχαλάκηδες, λοιπόν. Και τεμπέληδες, γιατί η πλειοψηφία στα σχολεία και στα
πανεπιστήμια ποτέ δεν συμμετέχει στις καταλήψεις αλλά σιωπηρά τις αποδέχεται.
Επειδή γουστάρουμε να πηγαίνουμε για καφέ, αντί να πηγαίνουμε στο μάθημα.
Εξαίρεση η Τρίτη λυκείου, όπου η κατάληψη βολεύει επειδή τα παιδιά θέλουν να
κερδίσουν τον χρόνο που τους προσφέρει το κλειστό σχολείο για να διαβάσουν για
το φροντιστήριο και τις πανελλήνιες – άλλη τραγωδία αυτή.
Το πρόβλημα
πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν είναι ο Χ πρύτανης που καλεί την αστυνομία για να
μην επιτρέψει μια κατάληψη στο ίδρυμά του. Πιθανόν ο πρύτανης να ενεργεί εσφαλμένα,
πιθανόν και όχι, ανάλογα με την περίσταση. Επίσης, είναι βέβαιο ότι ανάμεσα στους
αστυνομικούς υπάρχουν και εξαιρετικοί άνθρωποι που κάνουν σωστά τη δουλειά τους
και άλλοι που κουβαλούν τα δικά τους κόμπλεξ και ορμάνε σε όποιον βρουν μπροστά
τους (φοιτητή, γέρο, κοπέλα) για να του σπάσουν το κεφάλι. Αλλά ΔΕΝ είναι αυτό
το θέμα. Το θέμα είναι ότι έχουμε μάθει – επειδή κομπλεξικοί «επαναστάτες» στα
ΜΜΕ μας κάνουν εδώ και δεκαετίες πλύση εγκεφάλου γι’ αυτό – ότι η κατάληψη
είναι το φυσιολογικότερο πράγμα στον κόσμο, είναι το χρέος κάθε νέου να κλείνει
το σχολείο του κάθε χρόνο. Θα τους έχετε ακούσει. Όλο λένε «τα παιδιά» το ένα,
και «τα παιδιά» το άλλο, για να δημιουργήσουν συγκίνηση όχι υπέρ των παιδιών,
αλλά υπέρ των καταλήψεων. Μόνο που τα παιδιά χρειάζονται, εκτός από αγάπη και
κατανόηση, και καθαρές εξηγήσεις από τους γονείς τους. Όπως ας πούμε ότι επειδή
έχεις το Χ πρόβλημα στο σχολείο, θα φροντίσω εγώ ο γονιός να λυθεί, μαζί με τους
υπόλοιπους γονείς. Το ίδιο θα φροντίσω, πιέζοντας τον τοπικό βουλευτή, να
φτιάξει και το σύστημα της εκπαίδευσης. Δεν θα πάω στον βουλευτή να ζητήσω
προσωπικό ρουσφετάκι, θα ζητήσω κάτι που θα εξασφαλίσει το μέλλον της επόμενης
γενιάς. Όσο όμως εγώ θα φροντίζω γι’ αυτά, εσύ παιδί μου θα πας να κάνεις
μάθημα. Γιατί και το χειρότερο μάθημα στην χειρότερα κατασκευασμένη τάξη που
στάζει νερό από την οροφή και έχει 40 μαθητές στοιβαγμένους μέσα είναι καλύτερο
από ένα σχολείο με λουκέτο απέξω.